Ο αείμνηστος Γιάννης Ιωαννίδης, «πνιγμένος» μέσα στον καπνό από τα τσιγάρα του ακόμη και την ώρα των αγώνων(!), συνήθιζε να λέει ότι «το άγχος είναι δημιουργικό». Ο Βασίλης Σπανούλης μεγάλωνε τη δεκαετία του ’80 στη Λάρισα με μία μεγάλη έγνοια. Είχε το άγχος αν θα ψηλώσει. Γι’ αυτό και έπινε πολύ γάλα και κάθε μέρα έβαζε τη μητέρα του να τον μετράει για να δει αν πήρε πόντο! Αυτό το ιδιότυπο στρες, ωστόσο, στο πνεύμα του ανθρώπου που τότε μεγαλουργούσε ως προπονητής του Αρη και του Ολυμπιακού, έγινε για τον πιτσιρικά Βασίλη ώθηση. Ηταν ένα παιδί που το μάτι του «γυάλιζε» από τότε, αναζητώντας προκλήσεις στο πεπρωμένο που είχε βρει πριν από την εφηβεία του. Θα έπαιζε μπάσκετ και μέσω της πορτοκαλί μπάλας, είτε την «μπιστούσε» σε ένα παρκέ είτε, πλέον ως κόουτς, θα «ψήλωνε» συνεχώς…
Είναι προφανώς «λογοτεχνικό» να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε για να παίξει μπάσκετ. Ο ίδιος «έπρεπε» να το αποδείξει αρχικά στα τσιμεντένια γήπεδα της Θεσσαλίας και στη συνέχεια σε κάθε επόμενο –και πάντα ανοδικό– βήμα της πορείας του. Ηταν θαρρεί κανείς και μία εσωτερική ανάγκη του από τα 15 του, όταν έχασε τον πατέρα του… Τότε που έδωσε στον εαυτό του μία υπόσχεση να πετύχει, ώστε να τον κάνει περήφανο. Αυτό έκανε στη Λάρισα, στο Μαρούσι, στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό και στην Εθνική Ελλάδας, σε μία σπουδαία καριέρα, η οποία όμως δεν είναι η μοναδική παρακαταθήκη που επιθυμεί και φιλοδοξεί να αφήσει στο άθλημα που λατρεύει. Ο «κόουτς Βασίλης Σπανούλης» δεν «γεννήθηκε» σε μία μέρα.
Ετοιμος για κάτοικος Μόντε Κάρλο
Η σερβική εφημερίδα «Meridian Sports» αποκάλυψε την Τρίτη (19/11) ότι ο «V-Span» θα αντικαταστήσει τον Σάσα Ομπράντοβιτς στον πάγκο της Μονακό! Η… τοποθεσία της αναφοράς ίσως να ξένισε, όμως από Βαλκάνια μεριά, από το Βελιγράδι, «βγαίνει» η φωνή του Σέρβου ατζέντη του Σπανούλη, του φημισμένου και «σεσημασμένου» Μίσκο Ραζνάτοβιτς. Ο Ελληνας προπονητής, ομοσπονδιακός τεχνικός που καθοδήγησε την Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι και την περασμένη διετία έκανε τα πρώτα προπονητικά βήματά του στο Περιστέρι, ήταν εξαρχής ο εκλεκτός της γαλλικής ομάδας. Το περασμένο καλοκαίρι φέρεται να μην ενδιαφέρθηκε ο ίδιος για τις Μπάγερν Μονάχου, Μπασκόνια ή Ερυθρό Αστέρα, αλλά δεν φαίνεται να αργεί το ντεμπούτο του στην Ευρωλίγκα.
Μάλιστα, αν ισχύσει η φήμη για τη συμφωνία με τη Μονακό –ώστε να εργαστεί παράλληλα με την Εθνική ομάδα–, οι πρώτοι αγώνες του στην Ευρωλίγκα θα είναι με τις ομάδες με τις οποίες κατέκτησε το τρόπαιο, καθώς ο σύλλογος του Πριγκιπάτου παίζει στις 29/11 με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ και στις 4/12 υποδέχεται τον Ολυμπιακό στο Μόντε Κάρλο!
Meridian sport saznaje: Spanulis trener Monaka!https://t.co/auo9vXPbOh
— Meridian Sport Srbija (@meridiansportrs) November 19, 2024
Από τη μία πρόκληση στην άλλη!
Κανένας δεν μπορεί να κρίνει τις επιλογές των άλλων. Ο Βασίλης Σπανούλης μεγάλωσε με αυτήν την ατάκα. Την έζησε, τη γιγάντωσε με τις αποφάσεις της καριέρας του ως παίκτης. Το 2005, σε ηλικία 23 ετών, άφησε το Μαρούσι για τη μεγάλη πρόκληση του Παναθηναϊκού και ως πρωτοεμφανιζόμενος στην Ευρωλίγκα είχε μέσο όρο 14,6π. και 3,1 ασίστ! Το επόμενο βήμα δεν άργησε. Το καλοκαίρι του 2006, κι ενώ εντυπωσίασε και στο «ασημένιο» Μουντομπάσκετ με την Εθνική, έκανε πραγματικότητα το όνειρο του ΝΒΑ, που όμως στο Χιούστον μετατράπηκε σε αγωνιστικό «εφιάλτη». Δεν άντεξε τη μοναχική ζωή και τον πάγκο των Ρόκετς και το 2007 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε την Ευρωλίγκα του 2009!
Το 2010 χρειαζόταν μία αλλαγή και (δεν) ρίσκαρε να μετακομίσει στον «αιώνιο» αντίπαλο, οδηγώντας και τον Ολυμπιακό στην ευρωπαϊκή κορυφή, το 2012 και το 2013! Hταν το δείγμα της αυτοπεποίθησής του, της λατρείας για την επόμενη πρόκληση και αφού αποχώρησε από την ενεργό δράση το 2021, η νέα «ανάγκη» του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, όπως και η μοίρα του να διαπρέψει στο μπάσκετ. Το 2022, σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Sport 24, είχε «προειδοποιήσει»: «Σας το λέω, θα γίνω πολύ καλός προπονητής!». Τα μαθήματα από τους Παναγιώτη Γιαννάκη, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Ντούσαν Iβκοβιτς, Γιώργο Μπαρτζώκα ήταν πολλά και πολύ καλά για «τοποθετηθούν» απλώς στη μεγάλη τροπαιοθήκη του.
Για τον ίδιο, θα ήταν… κρίμα να μη θυμίσουν την αστείρευτη αυτοπεποίθησή του και την ασταμάτητη αγάπη του, εκτός από την οικογένειά του και τα έξι παιδιά του, για το μπάσκετ για το οποίο… δεν σταματά να μιλά όλη μέρα! Στην προ εβδομάδων βραδιά που ο Ολυμπιακός –πέρα από το Νο7 του «V-Span»– απέσυρε και το Νο15 του Γιώργου Πρίντεζη, ο Σπανούλης είπε ότι «ο Γιώργος με απέφευγε ακόμη και για καφέ, για να μην αρχίσω να του μιλάω για μπάσκετ».
Η προσωπική («βιαστική») ανάγκη του
Ο Βασίλης Σπανούλης δεν ήθελε απλώς να γίνει προπονητής, αλλά επιθυμούσε να φτάσει σε υψηλό επίπεδο και γρήγορα. Με την αύρα του ονόματός του… προσπέρασε «πίστες» ενασχόλησης είτε με ακαδημίες είτε σε ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών και το 2022 ανέλαβε το Περιστέρι. Το καθιέρωσε για δύο σεζόν στην τετράδα του ελληνικού πρωταθλήματος και πέρσι το οδήγησε και στο Final Four του Basketball Champions League και αναδείχθηκε κορυφαίος προπονητής της χρονιάς στη διοργάνωση. Το… μάτι που δεν σταματά να γυαλίζει και τα διαπιστευτήρια έδειχναν ξεκάθαρα πως σε ηλικία 42 ετών αναζητά ήδη κάτι μεγαλύτερο.
Στο Πριγκιπάτο, (ότ)αν συμφωνήσει επισήμως, θα συναντήσει τον άλλοτε συμπαίκτη του, Νικ Καλάθη, τον παίκτη του στην Εθνική, Γιώργο Παπαγιάννη και τον σπουδαίο αντίπαλό του, Μάικ Τζέιμς. Ο MVP της περσινής Ευρωλίγκας και πρώην γκαρντ και του Παναθηναϊκού ξεπέρασε την περασμένη σεζόν τον Σπανούλη στην κορυφή των σκόρερ της Ευρωλίγκας και έχει ομολογήσει πως «ανέκαθεν ήμουν μεγάλος θαυμαστής του» και έχει παραδεχθεί πως έχει αντιγράψει την πλάγια κίνηση του Σπανούλη για τρίποντο!
Θα γίνει και ο τέταρτος Eλληνας προπονητής σε γαλλική ομάδα, μετά τους Ηλία Ζούρο (Παρί Λεβαλουά 2006-08), Παναγιώτη Γιαννάκη (Λιμόζ 2012-13) και τον βοηθό του στην Εθνική, Ηλία Καντζούρη (Λιμόζ 2023-24).
Η Μονακό ίσως να γίνει το πρώτο επόμενο «σκαλοπάτι» σε κάτι που δεν έχει ανάγκη. Ο Βασίλης Σπανούλης δεν είχε –οικονομικά και πρακτικά, για λόγους αρχικής ξεκούρασης– ανάγκη να δουλέψει τόσο άμεσα στο Περιστέρι. Δεν είχε καμία υποχρέωση να ρισκάρει να αναλάβει την Εθνική, της οποίας ο πάγκος εξελίχθηκε στο κατά το κοινώς λεγόμενο «ηλεκτρική καρέκλα» για πιο έμπειρους από εκείνον κόουτς. Δεν θέλησε να μείνει στο σπίτι του, για να αποφύγει την κριτική. Δεν είχε και ανάγκη «αυλικούς», όπως και στην πορεία του ως παίκτης, στην οποία πίστευε πως ήταν και άφθαρτος. Δεν φοβήθηκε να «αποτάξει» αυτή την ιδιότητα ως κόουτς.
Η «φλόγα» της… ανάγκης της κάθε επόμενης πρόκλησης παραμένει μέσα του. Ενδεχομένως όχι πια για τον πατέρα του, αλλά για τον ίδιο τον πάντα φιλόδοξο εαυτό του και για μία τρόπον τινά ανταπόδοση σε όσα του χάρισε το μπάσκετ και για να συνεχίσει να «ψηλώνει».
