Στην ποδοσφαιρική Αγγλία, ελλείψει και δράσης σε συλλογικό επίπεδο λόγω των αγώνων των εθνικών ομάδων για το Nations League, το θέμα των ημερών είναι η αποχώρηση του Γκάρι Λίνεκερ από την εκπομπή «Match of the Day» του BBC μετά από 25 σεζόν.
Ο άλλοτε σπουδαίος επιθετικός των Λέστερ, Εβερτον, Μπαρτσελόνα και Τότεναμ, πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την παλαιότερη ποδοσφαιρική εκπομπή στην ιστορία της τηλεόρασης, την παρουσίαση της οποίας ανέλαβε το 1999.
Μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε κρεμάσει τα παπούτσια του στη Ναγκόγια Γκράμπους Εϊτ της Ιαπωνίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν η αντίστοιχη Σαουδική Αραβία του σήμερα, ένα είδος «Ελ Ντοράντο» συνταξιοδότησης για μεγάλους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές.
Παρότι σε ηλικία 34 ετών, ο Λίνεκερ διεκδίκησε τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη της σεζόν στην J-League, βραβείο που κατέληξε σε έναν 25χρονο Ιάπωνα επιθετικό που είχε ξεκινήσει την καριέρα του στη Βραζιλία και επρόκειτο να γυρίσει τον κόσμο με την μπάλα στα πόδια. Το όνομά του; Καζουγιόσι Μιούρα.
Τριάντα χρόνια αργότερα, ο 63χρονος Λίνεκερ θεωρείται πλέον ένας βετεράνος της τηλεόρασης και ο 57χρονος Μιούρα εξακολουθεί να φοράει φανέλα, σορτσάκι και ποδοσφαιρικά παπούτσια για να κάνει αυτό που λατρεύει περισσότερο από οτιδήποτε στη ζωή: Να παίζει μπάλα.
Και όχι, δεν το κάνει με τους φίλους του, ένα απόγευμα Δευτέρας, σε 5Χ5 για να αναπολεί τις ένδοξες μέρες του σε Βραζιλία (Σάντος, Παλμέιρας), Ιαπωνία (Βέρντι Καβασάκι, Κιότο Περπλ Σάγκα, Βίσελ Κόμπε, Γιοκοχάμα), Ιταλία (Τζένοα), Κροατία (Ντιναμό Ζάγκρεμπ), Αυστραλία (Σίδνεϊ FC) και Πορτογαλία (Ολιβεϊρένσε).
Αλλά σε επαγγελματικό επίπεδο στην Ατλέτικο Σουζούκα, ομάδα τέταρτης κατηγορίας, ως δανεικός από τη Γιοκοχάμα, τη φανέλα της οποίας φόρεσε περισσότερες φορές σε σχέση με τις συνολικά 16 (!) ομάδες που κοσμούν το μυθικό βιογραφικό του.
Αλλοι συνάδελφοί του στην ηλικία του είναι ήδη 15 χρόνια (και βάλε) προπονητές ή παίζουν με τα εγγόνια τους και απολαμβάνουν τη συνταξιοδότησή τους. Τι άλλοι; Ολοι!
Οχι όμως και αυτός ο χαρισματικός (από κάθε άποψη) επιθετικός από τη Σιζουόκα, ο οποίος ήδη έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να παίζει και μετά τα 58α γενέθλιά του, στις 26 Φεβρουαρίου του 2025. Μέχρι πότε όμως; Ποιος ξέρει;
Ο ίδιος, πάντως, έθεσε μεταξύ σοβαρού και αστείου έναν ασύλληπτο ορίζοντα. «Θέλω να παίζω μέχρι τα 80 μου (!). Οταν θα δω ότι δεν μπορώ να το κάνω πλέον, τότε θα σταματήσω» εξήγησε σοκάροντας ο 57χρονος ποδοσφαιριστής, ο οποίος βεβαίως κατέχει προ πολλού τα Ρεκόρ Γκίνες ως ο γηραιότερος επαγγελματίας παίκτης, αλλά και ο γηραιότερος επαγγελματίας σκόρερ.
Πώς τα καταφέρνει; Ξυπνάει κάθε μέρα στις πέντε το πρωί και τρώει ένα ειδικά σχεδιασμένο πρωινό από τον προσωπικό του διατροφολόγο. Η διατροφή του είναι υψηλή σε πρωτεΐνη και χαμηλή σε λιπαρά και αποτελείται ως επί το πλείστον από φιλέτα και σαλάτα.
Μεγάλωσε λατρεύοντας τα αστέρια της Βραζιλίας του 1970, αφού ο πατέρας του υπήρξε κινηματογραφιστής και είχε ταξιδέψει στο Μεξικό για να καταγράψει με την κάμερά του τα κατορθώματα του Πελέ και της παρέας του στο Παγκόσμιο Κύπελλο όπου η Σελεσάο κυριάρχησε με εμφατικό τρόπο των αντιπάλων της.
Ο μικρός Κάζου μεγάλωσε βλέποντας αυτά τα πλάνα και από πιτσιρικάς ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Τα κατάφερε στα 18 του χρόνια και, μάλιστα, με τη φανέλα της Σάντος, της ομάδας που συνέδεσε άρρηκτα την ιστορία της με το μεγάλο είδωλο του Μιούρα και εκατομμυρίων ποδοσφαιρόφιλων σε όλο τον κόσμο, τον Πελέ.
«Ακόμα απολαμβάνω να παίζω ποδόσφαιρο, κάθε στιγμή. Ειλικρινά, το απολαμβάνω περισσότερο και απ’ όταν ήμουν στη Βραζιλία» επισημαίνει, προσπαθώντας να εξηγήσει σε όσους δεν καταλαβαίνουν πώς μπορεί ένας άνθρωπος που πλησιάζει τα δεύτερα -ήντα της ζωής του να έχει κουράγιο για να προπονείται, να παίζει και να ταξιδεύει για αγώνες κάθε εβδομάδα, για πολλούς μήνες μέσα στη σεζόν.
«Σαφώς μου παίρνει περισσότερο χρόνο από νεαρότερους παίκτες για την αποκατάσταση. Αλλά, παρότι είναι πολύ σκληρό, έχω το πάθος της επιθυμίας να παίζω και αυτό με κρατάει ζωντανό», εξηγεί ο Μιούρα, ο οποίος το κάνει με τη χαρά ενός μικρού παιδιού (το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, μην ξεχνιόμαστε) και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν περνούν από το μυαλό του σκέψεις για αποχώρηση από αυτό που του δίνει ζωή, μαζί βεβαίως με την οικογένειά του.
Παντρεμένος με την ηθοποιό και μοντέλο Ρισάκο Σιτάρα από το 1993, έχει δύο γιους, τον Ριότα, ο οποίος έγινε ηθοποιός όπως η μαμά, και τον Κότα, ο οποίος έγινε αθλητής, όπως ο μπαμπάς.
Παρότι μεγάλωσε σε ένα φουλ ποδοσφαιρικό περιβάλλον, ανακάλυψε ότι το πάθος του είναι οι πολεμικές τέχνες και έγινε μαχητής του ΜΜΑ (μεικτές πολεμικές τέχνες). Διασχίζει τον δικό του δρόμο, πάντα στη βαριά σκιά του πατέρα του, ο οποίος στηρίζει τις επιλογές του και, όποτε οι υποχρεώσεις του το επιτρέπουν, πηγαίνει στους αγώνες του Κότα.
Ο μικρός, μάλιστα, έχει καθιερώσει ένα δικό του χτύπημα που το έχει ονομάσει «Soccer Ball Kick», ήτοι «σουτ στην ποδοσφαιρική μπάλα», προφανώς για να τιμήσει με αυτόν τον τρόπο τον πατέρα του και την τεράστια σταδιοδρομία του.
Ογδόντα εννιά φορές διεθνής (με 55 γκολ), ο Καζουγιόσι υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε εκτός συνόρων σε υψηλό επίπεδο και συνέβαλε με την παρουσία του στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου στη χώρα του, η οποία πλέον μπορεί να καμαρώνει πως εξάγει ταλέντο και στην Ευρώπη.
Στην πιο πρόσφατη κλήση του 56χρονου ομοσπονδιακού προπονητή Χατζίμε Μοριγιάσου, ο οποίος βεβαίως υπήρξε συμπαίκτης του συνομήλικού του Μιούρα στην εθνική ομάδα τη δεκαετία του ’90, οι 22 από τους συνολικά 27 παίκτες αγωνίζονται στην Ευρώπη, ήτοι το 81% της αποστολής!
Ασύλληπτος αριθμός την εποχή που ο Μιούρα μεσουρανούσε, αλλά που έχει γίνει εφικτός χάρη και στο ταλέντο του Καζουγιόσι, του πρώτου μεγάλου ποδοσφαιρικού σταρ στη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου».
Οταν υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο στη Σάντος, το 1985, η Ιαπωνία δεν είχε καταφέρει καν να δώσει το «παρών» σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου και πλέον μετράει έξι διαδοχικές παρουσίες, νικώντας Γερμανία και Ισπανία στο Μουντιάλ του Κατάρ.
«Δεν σκέφτομαι ακόμα να γίνω προπονητής. Δεν θα αφήσω ποτέ το ποδόσφαιρο και θα είμαι πάντα μέσα σε αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», ξεκαθαρίζει το ζωντανό παράδειγμα για τους νεαρούς ποδοσφαιριστές ότι αν βάλεις στόχο στη ζωή σου, είναι δεδομένο ότι θα τα καταφέρεις.
