
Ο κόσμος μας είναι γεμάτος με προβλήματα, αλλά υπάρχει κι ένα πρόβλημα που συχνά παραγνωρίζουμε, και είναι κρίμα, γιατί βρίσκεται πίσω από πολλά άλλα, πιο γνωστά, προβλήματα: τα κίνητρα. Το πρόβλημα των κινήτρων είναι θεμελιώδες σε πολλούς διαφορετικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, και κυρίως στην οικονομία και στην πολιτική. Θα σας πω ένα αδρό παράδειγμα. Ετσι όπως είναι δομημένος ο σύγχρονος καπιταλισμός, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ως βασικό τους στόχο τη δημιουργία κερδών και αξίας για τους μετόχους τους. Οχι τη μακροχρόνια επιβίωσή τους, τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή τη συνεισφορά στην ευημερία της κοινωνίας – τα βραχυπρόθεσμα, άμεσα κέρδη των μετόχων. Οπότε, πολύ λογικά, οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις στις περισσότερες χώρες του κόσμου έτσι λειτουργούν. Προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν άμεσα, σήμερα, τα κέρδη τους, την τιμή της μετοχής και τα μερίσματα που δίνουν στους μετόχους τους, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να παίρνουν αποφάσεις που πλήττουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης σε βάθος χρόνου. Ετσι βλέπουμε τις εταιρείες να επενδύουν τα κέρδη τους σε επαναγορά των μετόχων τους για να φουσκώσουν την τιμή τους ή σε ογκώδη μερίσματα, αντί σε έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, προϊόντων ή υπηρεσιών. Κι έτσι φτάνουμε να έχουμε αεροπλάνα της Boeing που τους φεύγουν οι πόρτες εν πτήσει.
Αλλά εδώ το θέμα μας σήμερα δεν είναι το πρόβλημα των κινήτρων στον καπιταλισμό, αλλά κυρίως στον άλλο σημαντικό τομέα που μας ενδιαφέρει: στην πολιτική.
Οι πρόσφατες πλημμύρες στη Βαλένθια της Ισπανίας προκάλεσαν την καταστροφή περίπου 4.500 καταστημάτων και άλλων επιχειρήσεων, 90.000 αυτοκινήτων και 90 σχολείων. Το κόστος της καταστροφής υπολογίζεται στα 33 δισ. ευρώ. Και, βέβαια, από τη θεομηνία χάθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι (223 επιβεβαιωμένοι νεκροί έως τώρα και 93 αγνοούμενοι). Πολύ δικαιολογημένα, ο ισπανικός λαός είναι έξαλλος. Το πλήθος επιτέθηκε πετώντας λάσπες στον βασιλιά και στη βασίλισσα που επισκέφτηκαν τις πληγείσες περιοχές, ενώ και ο πρωθυπουργός χρειάστηκε να φυγαδευτεί για να γλιτώσει τη μήνιν του.
Τι πήγε λάθος; Ολα πήγαν λάθος. Η κλιματική αλλαγή κάνει αυτά τα φαινόμενα πιο έντονα, το ξέρουμε αυτό. Αλλά σχεδιασμός κατάλληλος σε περιοχές ευάλωτες δεν υπήρχε. Μολονότι το φαινόμενο είχε προβλεφθεί, οι προειδοποιήσεις και η ενημέρωση του κόσμου για να εκκενώσει τα σημεία που κινδύνευαν περισσότερο ή να είναι σε επιφυλακή άργησαν ή δεν ήρθαν ποτέ. Με την ασχετοσύνη και την καθυστέρηση των μηχανισμών της περιφέρειας να αντεπεξέλθουν, ήρθαν στην επιφάνεια και όλες οι παθογένειες της αποκεντρωμένης διαχείρισης κρίσεων και φυσικών καταστροφών στη χώρα. Δικαιολογημένα, εβδομάδες μετά, ο κόσμος είναι ακόμα στους δρόμους.
Τώρα, κοιτάξτε να δείτε. Στην καταιγίδα Daniel το 2023 έπεσε περισσότερο νερό. Εκείνη η καταιγίδα έπληξε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή σε δύο νομούς, με τέσσερις πόλεις δεκάδων χιλιάδων κατοίκων και πολυάριθμα χωριά. Οι καταστροφές ήταν κολοσσιαίες και σε αυτή την περίπτωση. Θρηνήσαμε 17 θύματα. Ηταν μια τραγωδία αλλά, δεδομένου του μεγέθους του φαινομένου, το ότι δεν υπήρξαν περισσότερα θύματα έμοιαζε με θαύμα. Η ίδια καταιγίδα την επόμενη ημέρα έπληξε την ανατολική Λιβύη, προκαλώντας τον θάνατο 11.500 ανθρώπων. Στη δική μας χώρα, μια σειρά από παράγοντες (τα αντιπλημμυρικά έργα στη Λάρισα, η έγκαιρη ειδοποίηση για τη σφοδρότητα του φαινομένου, οι πρωτοβουλίες των τοπικών κοινωνιών που την ώρα της καταστροφής δεν άφηναν κανένα χωριανό πίσω) έφεραν ένα συγκριτικά καλύτερο αποτέλεσμα.
Και βέβαια, πολύ σωστά, κανένας δεν δίνει εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση για αυτό. Μάλιστα, η καταστροφή καταγράφεται ως αποτυχία του κρατικού μηχανισμού, επειδή δεν είχαν γίνει τα απαραίτητα αντιπλημμυρικά έργα και στα υπόλοιπα μέρη, επειδή τα διασωστικά συνεργεία καθυστέρησαν να φτάσουν σε πολλές περιοχές, και για πολλές άλλες μικρές ή μεγάλες αστοχίες κυρίως στον τομέα της πρόληψης.
Αυτό εννοώ, όταν μιλάω για κίνητρα.
Πολλά από τα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής μας είναι προβλήματα που χρειάζονται δράσεις πρόληψης, αποτροπής, διαχείρισης. Αυτά είναι σοβαρά πράγματα, αλλά αόρατα και/ή βαρετά. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν έχει μεγάλη πρεμούρα να πάρει τέτοια μέτρα ή να υλοποιήσει τέτοιες πολιτικές, επειδή γνωρίζουν ότι δεν θα αποκομίσουν κανένα κέρδος στις κάλπες γι’ αυτά.
Το 2024 ήταν μια εξίσου θερμή χρονιά με το καταστροφικό 2023, παρ’ όλα αυτά φέτος κάηκαν τέσσερις φορές λιγότερες δασικές εκτάσεις από ό,τι πέρυσι. Ηταν τυχαίο; Ισως. Αλλά, αν δεν ήταν μόνο τυχαίο, αν οφειλόταν στις άοκνες προσπάθειες του κρατικού μηχανισμού και των τοπικών κοινωνιών, δεν θα το μάθει και δεν θα το εκτιμήσει κανένας. Ισα ίσα, η μία πυρκαγιά που ξέφυγε εντελώς και έφτασε ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας τον Αύγουστο, ή η άλλη που έκαιγε ανενόχλητη για εβδομάδες στις Σέρρες, αποτέλεσαν αφορμές για δικαιολογημένη οργή.
Ή, για να το πούμε αλλιώς: αν είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν σωστά τα συστήματα κι αν οι υπηρεσίες δεν ήταν υποστελεχωμένες με βύσματα, αν η κυβέρνηση είχε κάνει τη δουλειά της και άρα δεν είχε γίνει το ατύχημα στα Τέμπη και δεν είχαν σκοτωθεί οι άνθρωποι, η κυβέρνηση δεν θα είχε κερδίσει ούτε μία ψήφο. Κανένας δεν θα της έλεγε μπράβο.
Υπάρχουν κι άλλα τέτοια θέματα. Η καταπολέμηση του πληθωρισμού, της ανεργίας ή της ακρίβειας δεν είναι θέματα που φέρνουν ψήφους όταν γίνονται αποτελεσματικά από τα κράτη. Μόνο κοστίζουν ψήφους όταν δεν γίνονται σωστά. Είναι οι πολιτικές του αυτονόητου. Κανείς δεν τις προσέχει όταν όλα πάνε καλά, όλοι γίνονται έξαλλοι όποτε τα πράγματα πάνε στραβά. Είναι κάτι που το είδαμε γλαφυρά και τις προάλλες: η κυβέρνηση Μπάιντεν έριξε τον πληθωρισμό από το 9% σε 2% αλλά κανένας δεν της απέδωσε εύσημα, κανένας δεν την επιβράβευσε στις κάλπες.
Αυτό το φαινόμενο, όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι ένα πρόβλημα. Πάρα πολλά σημαντικά θέματα της εποχής μας χρειάζονται τέτοιες πολιτικές λύσεις, τις πολιτικές του αυτονόητου. Η οικονομία, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η θωράκιση απέναντι στις φυσικές καταστροφές, η ασφάλεια των υποδομών και των μεταφορών αλλά και η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη είναι τομείς που χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και μέτρα στη σφαίρα του αυτονόητου. Κι επειδή το αποτέλεσμά τους γίνεται αντιληπτό ως κανονική, φυσιολογική λειτουργία του κόσμου, και όχι ως μεταρρυθμίσεις ή ενεργητικές πολιτικές παρεμβάσεις, το πολιτικό σύστημα δεν έχει ισχυρό κίνητρο για να τις υλοποιήσει. Το «ας τα κάνουμε, μη μας κάτσει καμιά στραβή στη βάρδια» δεν είναι εξίσου ισχυρό.
Κι αυτό ισχύει παντού, και στην Ελλάδα, και στις ΗΠΑ, και στην Ισπανία. Και πρέπει να αλλάξει. Και η αλλαγή δεν είναι μόνο αρμοδιότητα του πολιτικού συστήματος – είναι πρωτίστως αρμοδιότητα του εκλογικού σώματος. Που οφείλει να ενημερώνεται, να μαθαίνει και να καταλαβαίνει όλα όσα δικαιούται να απαιτεί από το πολιτικό σύστημα. Οχι μόνο φανταχτερές πρωτοβουλίες, επιδόματα και προνόμια, αλλά και τις βαρετές, αόρατες πολιτικές του αυτονόητου.
