Η ελευθερία του λόγου είναι πολύ ενδιαφέρον πράγμα. Αποτελεί αγαπημένο θέμα συζήτησης ιδιαίτερα για ανθρώπους που γενικά δεν ενδιαφέρονται και πολύ για πολλές άλλες μορφές ελευθερίας, μολονότι πρόκειται για μια έννοια που, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει. Εχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό: πλήρης «ελευθερία» του λόγου δεν υπάρχει σε καμία κοινωνία και σε κανένα πλαίσιο. Πάντα όπου ζουν άνθρωποι υπάρχουν κοινοί κανόνες, είτε εθιμικοί είναι είτε νομικοί, που ορίζουν τα όρια στο τι μπορούν και τι δεν μπορούν να λένε οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν μεταξύ τους ή δημόσια. Σχεδόν πάντα δεν τους σκεφτόμαστε αυτούς τους κανόνες, επειδή είναι τόσο αυτονόητοι και γνωστοί, που είναι αόρατοι. Οταν σας γνωρίζω δεν μπορώ να αρχίσω να σας βρίζω. Δεν είναι αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά αυτή. Ούτε μπορώ να σας κατηγορώ ότι δολοφονήσατε τον Καίσαρα ή να ζητώ από τους παρευρισκομένους να σας λιντσάρουν. Κάποιες από αυτές τις συμπεριφορές είναι παράνομες και θα πρέπει να οδηγήσουν στη σύλληψή μου. Κάποιες άλλες είναι απλά καταδικαστέες κοινωνικά. Αλλά απόλυτη «ελευθερία» δεν έχω εγώ, και δεν έχει και κανείς.

Αυτή η αυτονόητη αλήθεια δοκιμάζεται τα τελευταία δέκα – είκοσι χρόνια, που ο δημόσιος διάλογος μεταφέρθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στον ψηφιακό κόσμο. Πολλά πράγματα έγιναν, τα οποία δεν χρειάζεται να εξιστορήσουμε εδώ, αλλά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα. Με τους μεσήλικες κωμικούς που διαμαρτύρονται ότι τους «κάνει cancel» η «πολιτική ορθότητα» (σε κατάμεστα στάδια γεμάτα οπαδούς τους και στο Netflix) και με ζάπλουτους ριζοσπαστικοποιημένους alt-right μεσήλικες έξαλλους που οι «ελίτ» τα βάζουν με την «ελευθερία του λόγου», εννοώντας την ελευθερία τους να λένε ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι χωρίς καμία συνέπεια για τα πάντα. Τελευταία αφορμή γι’ αυτή την γκρίνια ήταν η σύλληψη του ιδρυτή του Telegram, Πάβελ Ντούροφ, στο Παρίσι. Αμέσως έσπευσαν οι σταυροφόροι του πληκτρολογίου να αποδώσουν το γεγονός στον πόλεμο που έχει κηρύξει η «woke» Ευρώπη στην ελευθερία του λόγου ή/και στην τεχνολογία. Μόνο που, βεβαίως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ή, μάλλον, δεν είναι καθόλου έτσι.
Oλες οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούνται ευρύτατα από δισεκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν την ελευθερία του λόγου των μελών τους, αλλά ταυτόχρονα έχουν όλες αναπτύξει υποδομές οι οποίες αντιδρούν κάπως όποτε η ελευθερία αυτή ξεφεύγει από τα νομικά (ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και από αυτά που οι πλατφόρμες αντιλαμβάνονται ως εθιμικά) όρια. Αν εγώ γράψω στο Facebook ότι ο μπαμπάς του Κασσελάκη δολοφόνησε τον Κένεντι ή στο Threads ότι ο Κυριάκος Βελόπουλος γεννήθηκε στο Μαρόκο και στα νιάτα του εμπορευόταν παράνομα ινδικά χοιρίδια, οι αντίστοιχες πλατφόρμες έχουν τις υποδομές να υποδεχτούν καταγγελίες των ψευδών λεγόμενών μου, ομάδες που διαβάζουν και αξιολογούν αυτές τις καταγγελίες, και το κατοχυρωμένο από τους όρους χρήσης τους δικαίωμα να κατεβάσουν τις παλαβές μου αναρτήσεις ή και να με αποκλείσουν από τις πλατφόρμες. Τα θύματα των αναρτήσεών μου, δε, έχουν επίσης το δικαίωμα να κινηθούν νομικά εναντίον μου, και το Facebook ή το Threads έχουν την υποχρέωση να προσφέρουν όποια βοήθεια χρειάζεται στις Aρχές για την τεκμηρίωση της υπόθεσης και την απονομή της δικαιοσύνης. Με τα χρόνια έχει φτιαχτεί ένα ολόκληρο θεσμικό πλέγμα για την αντιμετώπιση αυτών των πραγμάτων στο Iντερνετ. Λειτουργεί καλά; Oχι βέβαια. Η παραπληροφόρηση συνεχίζει να διαχέεται και παράνομο περιεχόμενο ανεβαίνει σε αυτές τις πλατφόρμες διαρκώς. Αλλά όχι εντελώς ανεμπόδιστα.
Θα σας πω ένα άλλο παράδειγμα.
Στις ΗΠΑ υπάρχει το «National Centre for Missing and Exploited Children» (ΝCMEC – αρκτικόλεξο!), ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός αντίστοιχος με το δικό μας «Χαμόγελο του Παιδιού», ο οποίος μεταξύ άλλων παρακολουθεί και όλα τα social media για περιεχόμενο που έχει να κάνει με την εκμετάλλευση ή την κακοποίηση παιδιών. Οποτε εντοπίζει τέτοιο περιεχόμενο, ενημερώνει τις πλατφόρμες και αυτές είναι υποχρεωμένες να το εξετάσουν και να το κατεβάσουν το συντομότερο δυνατό. Χίλιες εξακόσιες εταιρείες του Διαδικτύου είναι μέλη του NCMEC – εταιρείες που εδρεύουν στις ΗΠΑ, μάλιστα, είναι υποχρεωμένες από τον νόμο να συνεργάζονται με αυτόν τον τρόπο με το NCMEC. Αλλά κι άλλες εταιρείες από άλλες χώρες επιλέγουν να είναι μέλη, καθότι έτσι μπορούν πιο αποτελεσματικά να εντοπίζουν τέτοιο παράνομο περιεχόμενο και να το αφαιρούν. Ολα τα social media που ξέρετε, όλα, είναι μέλη του NCMEC. Εκτός από ένα.
Το Telegram.
Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν το Telegram να διαφέρει από άλλα παρόμοια εργαλεία, όπως το WhatsApp. Το πρώτο είναι ότι τα μηνύματα που ανταλάσσουν τα μέλη μέσα στα πολυάριθμα και, ενίοτε γιγάντια, γκρουπ της υπηρεσίας δεν είναι κρυπτογραφημένα, πράγμα που σημαίνει ότι η εταιρεία, αν θέλει, μπορεί να τα διαβάσει. Το δεύτερο είναι ότι το Telegram δεν συμμετέχει σε κανένα από τα προγράμματα αντιμετώπισης παράνομου διαδικτυακού περιεχομένου, όπως το NCMEC ή το TakeItDown, ένα αντίστοιχο πρόγραμμα που έχει φτιαχτεί για την αντιμετώπιση του «revenge porn», της ανάρτησης ιδιωτικού περιεχομένου ατόμων χωρίς την άδειά τους. Ξανά: όλες μα όλες οι γνωστές διαδικτυακές πλατφόρμες συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα και σπεύδουν να «κατεβάσουν» τέτοιο παράνομο υλικό με τη βοήθειά τους. Εκτός από το Telegram. Το οποίο είναι γνωστό για το ότι συχνά αρνείται ή καθυστερεί αδικαιολόγητα να κατεβάσει παράνομο περιεχόμενο, ακόμα κι αν έχει δεχτεί πολλαπλές καταγγελίες. Το αποτέλεσμα είναι ότι, βεβαίως, σε όλες τις πλατφόρμες καταλήγει να υπάρχει παράνομο περιεχόμενο. Αλλά μόνο στο Telegram δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια από την πλατφόρμα για να περιοριστεί το πρόβλημα. Ούτε περιοδικές εκθέσεις για τις δράσεις καταπολέμησης παράνομου περιεχομένου δημοσιεύει, όπως κάνουν όλες οι άλλες πλατφόρμες. Κι αυτό είναι περίεργο. Ο λόγος που οι άλλες πλατφόρμες συνεργάζονται με ΜΚΟ και κυβερνήσεις για να κατεβάσουν παράνομο περιεχόμενο και που έχουν αρμόδια τμήματα και που δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους δεν είναι, βεβαίως, οι ηθικές τους αξίες, αλλά η αποφυγή νομικών επιπτώσεων. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για το αν στο Instagram ανεβαίνει παιδική πορνογραφία ή αν στο Facebook Marketplace πουλάνε ναρκωτικά. Εχει κι άλλους λόγους να μη θέλει τέτοια πράγματα (η φθορά στο brand, η αντίδραση των διαφημιζομένων), αλλά ένας άλλος λόγος θα ήταν, ασφαλώς, το να μην έχει την τύχη του Ντούροφ ή, ακόμα χειρότερα, των ιδρυτών του Backpage. Το οποίο ήταν μια startup με αγγελίες, η οποία πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε υπηρεσία διαφήμισης για κυκλώματα πορνείας. Την περασμένη εβδομάδα οι ιδιοκτήτες της εταιρείας (ηλικίας άνω των 70 και οι τρεις!) καταδικάστηκαν σε πολύχρονη φυλάκιση στο Φίνιξ της Αριζόνα, καθότι αποδείχτηκε ότι ήξεραν τι γίνεται στην πλατφόρμα τους και όχι μόνο δεν εμπόδιζαν τις παράνομες δραστηριότητες, αλλά ξέπλεναν και τα έσοδα που είχαν από αυτές.
Πέρα από αυτές τις κραυγαλέες υποθέσεις, όμως, το θέμα της συνεργασίας των εταιρειών αυτών με τις Αρχές από διάφορες χώρες του κόσμου για τον έλεγχο και τον περιορισμό της «ελευθερίας του λόγου» στις πλατφόρμες δεν είναι απλό. Είναι μια διαρκής ένταση, μια διαρκής τριβή, ένας αγώνας ανάμεσα σε κράτη (που δεν όλα δημοκρατικά), εταιρείες (που πρωτίστως ενδιαφέρονται για την τιμή της μετοχής τους ή, σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, για τις παλαβές εμμονές του ιδιοκτήτη τους) και στην ψηφιακή ανθρωπότητα, που περιλαμβάνει σταυροφόρους του καναπέ, μίζερους ριζοσπαστικοποιημένους incels, ρώσικα bots, ρώσικα trolls, φανατικούς, τρομοκράτες, παιδόφιλους, ναρκέμπορους και –η συντριπτική πλειοψηφία– κανονικούς ανθρώπους που απλά θέλουν να διαβάσουν νέα και αστεία memes.
Το ενδιαφέρον που αξίζει να κρατήσει κανείς από την υπόθεση του Telegram και του ρόλου του μέσα σε αυτόν τον αγώνα είναι το εξής: ακόμα και το Twitter τα κάνει καλύτερα.
Που, αν δεν υπήρχε το Telegram, θα ήταν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα δυσλειτουργίας σε αυτό το πλαίσιο.
Τις προάλλες η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκοψε το Twitter (που πλέον αυτοαποκαλείται «Χ», αλλά αυτό είναι ένα όνομα που η στήλη, επικαλούμενη την ελευθερία του λόγου της, αρνείται να υιοθετήσει επειδή είναι χαζό) στη χώρα, μετά από μια πολύμηνη «μάχη» με τα στελέχη της. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας, βλέπετε, έχει ζητήσει εδώ και καιρό από το Twitter να «κατεβάσει» λογαριασμούς οι οποίοι κατά την κρίση της και την τοπική νομοθεσία ανεβάζουν παράνομο περιεχόμενο. Η Βραζιλία είχε μεγάλο θέμα με τα fake news και την παραπληροφόρηση, εργαλεία που χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο προηγούμενος πρόεδρος Ζαΐγ Μπολσονάρου – και χάρη στα οποία βρέθηκε και στην εξουσία. Ο Μπολσονάρου προσπάθησε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών (που έχασε) και έκτοτε η κυβέρνηση ξεκίνησε μια μάχη με ένα Twitter πολύ απρόθυμο να βοηθήσει. Εδώ, βεβαίως, τίθεται ένα θέμα. Γιατί είναι ένα πράγμα να σου δείχνει μια ΜΚΟ λογαριασμούς και αναρτήσεις για trafficking παιδιών και να σου ζητάει να το κατεβάσεις αμέσως, και άλλο μια κυβέρνηση να σου δείχνει λογαριασμούς και αναρτήσεις πολιτικών αντιπάλων της. Σύμφωνοι. Από την άλλη, το Twitter έχει μια δυσανεξία στην αποδοχή των αιτημάτων της κυβέρνησης της Βραζιλίας, αλλά δεν έχει καμία δυσανεξία σε παρόμοια ή και πιο κραυγαλέα αιτήματα άλλων κυβερνήσεων, όπως της Τουρκίας ή της Ινδίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ό,τι πει η κυβέρνηση Ερντογάν ή η κυβέρνηση Μόντι κατεβαίνει πάραυτα. Στην Ινδία το Twitter κατέβασε ακόμα και αναρτήσεις με links σε ένα σοβαρό κι ακριβοδίκαιο ντοκιμαντέρ του BBC που ασκούσε κριτική στον Μόντι. Ο,τι ζητήσει η κυβέρνηση Λούλα, όμως, όχι μόνο δεν κατεβαίνει, αλλά ίσα ίσα ο ιδιοκτήτης του Twitter ανεβάζει λυσασσμένα, απειλειτικά και υβριστικά τουίτ εναντίον του αρμόδιου Βραζιλιάνου δικαστή προσωπικά. Αναρωτιέται κανείς πώς ένας τέτοιος χαλκέντερος υποστηρικτής της ελευθερίας του λόγου δεν απειλεί με αυτόν τον τρόπο και δικαστές ή πολιτικούς άλλων χωρών που έχουν απαγορεύσει τελείως το Twitter, όπως για παράδειγμα της (δεύτερης μεγαλύτερης αγοράς της Tesla) Κίνας.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και το Twitter συμμετέχει στην προσπάθεια αντιμετώπισης του επικίνδυνου και παράνομου περιεχομένου στο Ιντερνετ. Είναι μέλος του NCMEC και ανταποκρίνεται στα αιτήματα φορέων και κρατών, έστω και πιο αλλοπρόσαλλα κι ασυνάρτητα από ό,τι άλλες πλατφόρμες. Το Telegram του Πάβελ Ντούροφ, όμως, αδιαφορεί γι’ αυτά. Το Telegram, που φιλοξενεί εξειδικευμένα κανάλια που πουλάνε ναρκωτικά, όπλα, κλεμμένα ή λαθραία προϊόντα, διαβατήρια, στοιχεία πιστωτικών καρτών και παιδική πορνογραφία, ενώ είναι ένα βασικό εργαλείο στρατολόγησης και οργάνωσης του ISIS εδώ και σχεδόν μια δεκαετία – το χρησιμοποίησαν και οι τρομοκράτες που σχεδίασαν την επίθεση στο Παρίσι το 2015. Το Telegram, το οποίο είναι ένα από τα ελάχιστα social media που εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς προβλήματα και αποκλεισμούς στη Ρωσία. Και ποια ήταν είναι η δικαιολογία του συλληφθέντος ιδρυτή όλα αυτά τα χρόνια, όποτε τον ρωτούσαν γιατί το δικό του προϊόν δεν συμμετέχει στην (άτσαλη, δύσκολη, μπελαλίδικη) προσπάθεια που κάνουν όλα τα άλλα για να εφαρμόσουν στον ψηφιακό κόσμο τους κανόνες που ισχύουν και για τις offline μορφές ανθρώπινης επικοινωνίας;
Ποια άλλη; Η «ελευθερία του λόγου».
