Ο Αϊτόρ Μεντιλίμπαρ είναι ένας Ισπανός κινηματογραφιστής που κατάλαβε ότι είναι γεννημένος για αυτή τη δουλειά στα 26 του χρόνια, κυνήγησε το όνειρό του και δεν δίστασε να αφήσει το Θαλδίβαρ, ένα χωριό τριών χιλιάδων κατοίκων στη Χώρα των Βάσκων, για να διανύσει 5.700 χιλιόμετρα για να φτάσει στη Νέα Υόρκη, όπου άνοιξε οριστικά τα φτερά του.
Μέλος ροκ μπάντας για δέκα χρόνια και με μια γεμάτη, ξεχωριστή ζωή, λατρεύει τη μουσική και αγαπάει το ποδόσφαιρο. Στον λογαριασμό του στο Instagram, με ημερομηνία 16 Ιουνίου 2016, ποζάρει με έναν φίλο και μια μπάλα, μπροστά από μια κρεμασμένη φανέλα στον τοίχο.
Η φανέλα είναι του Παναθηναϊκού. Της μοναδικής ελληνικής ομάδας που μέχρι απόψε είχε παίξει σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Της παραδοσιακής αντιπάλου του Ολυμπιακού, στον πάγκο του οποίου κάθεται εδώ και τρεις μήνες ο πατέρας του, Χοσέ Λουίς, ο οποίος μάλιστα τον οδήγησε σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης, 53 χρόνια μετά τον Παναθηναϊκό του Φέρεντς Πούσκας.
Ο Αϊτόρ λατρεύει να κάθεται πίσω από την κάμερα και ο μπαμπάς του μισεί να κάθεται μπροστά από αυτήν. Τον τελευταίο χρόνο, πρώτα στη Σεβίλλη και τώρα στον Ολυμπιακό, ο Βάσκος προπονητής βλέπει εαυτόν να είναι συνεχώς στο επίκεντρο, όταν είχε συνηθίσει (και του άρεσε) να είναι στο περιθώριο.
Οταν ανέλαβε τη Σεβίλλη, και παρότι ήδη είχε 18 χρόνια προπονητικής καριέρας πίσω του, δεν είχε βιώσει την εμπειρία ενός αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης, με εξαίρεση δύο παιχνίδια με την Αθλέτικ Μπιλμπάο στο… συγχωρεμένο πλέον Κύπελλο ΙΝΤΕΡΤΟΤΟ, όπου μάλιστα τα Λιοντάρια αποκλείστηκαν από τη ρουμανική Κλουζ.
Με τους Σεβιλιάνους έγινε ο πρώτος προπονητής που κατέκτησε ευρωπαϊκό τρόπαιο (Europa League) στην πρώτη του εμπειρία σε διεθνή διοργάνωση. Και τα κατάφερε, μάλιστα, κόντρα στον Ζοσέ Μουρίνιο, έναν από τους πετυχημένους και πιο επιδραστικούς συναδέλφους του τα τελευταία είκοσι χρόνια στο ποδόσφαιρο.
Οταν παρουσιάστηκε από την Τσέλσι, στα 41 του χρόνια και πρωταθλητής Ευρώπης με την Πόρτο, ο Πορτογάλος βάφτισε εαυτόν «Special One», ο ξεχωριστός, παρατσούκλι που τον ακολουθεί έκτοτε. Και για καλό, αλλά και για… κακό.
Ο Μεντιλίμπαρ, στα 63 του, δεν έχει παρατσούκλι. Θα του ταίριαζε απόλυτα, όμως, το «The Authentic One», ήτοι ο αυθεντικός, ο γνήσιος. Γιατί παραμένει πιστός στις ποδοσφαιρικές του ιδέες, δεν κυκλοφορεί με τάμπλετ για να βλέπει ξανά και ξανά φάσεις των αγώνων και να αναλύει τα πάντα.
Είναι παλαιάς κοπής, αλλά οι ομάδες του παίζουν σύγχρονο ποδόσφαιρο. Σε τρεις μήνες, χωρίς να έχει καμία απολύτως εμπλοκή στη διαμόρφωση ενός ρόστερ που παρέλαβε έτοιμο, μεταμόρφωσε τον Ολυμπιακό και τον οδήγησε στο μεγαλύτερο παιχνίδι της Ιστορίας του, λίγους μήνες προτού γιορτάσει τα 100ά του γενέθλια.
Κόντρα στον Μουρίνιο, χρειάστηκε τα πέναλτι για να σηκώσει το Europa League. Τρεις μήνες αργότερα, έχασε στα πέναλτι το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ από τη Μάντσεστερ Σίτι και έναν άλλο ζωντανό θρύλο της προπονητικής, τον Πεπ Γκουαρδιόλα. Και το έκανε στο «Καραϊσκάκης», το οποίο έμελλε να γίνει το πρώτο ποδοσφαιρικό του σπίτι εκτός Ισπανίας, μόλις έξι μήνες αργότερα.
Δύο με τρεις φορές τον χρόνο συναντιέται με μια παρέα εκλεκτών φίλων για να φάνε και να μιλήσουν για ώρες για πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων και το ποδόσφαιρο. Μέλος αυτής της παρέας, ο άλλοτε συμπαίκτης του στην άσημη Σεστάο, όπου χτίστηκε μια φιλία που κρατάει πάνω από τριάντα χρόνια.
Ο Ερνέστο Βαλβέρδε, περί ου ο λόγος, ρωτήθηκε για τον Μεντιλίμπαρ όταν ο συνάδελφος και φίλος του προτάθηκε στον Ολυμπιακό. Αναψε άμεσα το πράσινο φως. Και, μόλις τρεις μήνες αργότερα, θα καθίσει στο σαλόνι του σπιτιού του στο Μπιλμπάο, πιθανόν και με ένα κασκόλ του Ολυμπιακού δίπλα του, να δει τον φίλο του να διεκδικεί δεύτερο ευρωπαϊκό τρόπαιο μέσα σε ένα χρόνο. Και, μάλιστα, με τη δεύτερη ομάδα της καρδιάς του, μετά την Αθλέτικ, όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο ίδιος.
Στη Σεβίλλη, ο Μεντιλίμπαρ γνώρισε για πρώτη φορά τη λατρεία προς το πρόσωπό του. Μέχρι πέρυσι, είχε έναν σύνδεσμο φιλάθλων στο Βαγιαδολίδ, που φέρει το όνομά του, να τον υποστηρίζει, αλλά στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας άρχισε να βλέπει φανέλες με στάμπα που έγραφε «Mendilover». Και, βεβαίως, έπαθε (την) πλάκα (του).
«Με τόσα εγκώμια νιώθω μαλ@@@@, είκοσι χρόνια στην πρώτη κατηγορία και είναι σαν να μην με ήξερε κανείς μέχρι τώρα», λέει με (σχετικό) παράπονο για τη δημοσιότητα που απέκτησε, η οποία δεν τον άλλαξε καθόλου.
Ντύνεται πάντα πολύ απλά και σπάνια θα επιλέξει κοστούμι, ακόμα και για ιστορικούς αγώνες, όπως ο αποψινός. Οταν έχει χρόνο, λατρεύει να τον περνάει με την εγγονή του, τριών ετών, στη μοναδική που… επιτρέπει να τον φωνάζει «abuelo» (παππού).
Τον ενοχλεί, άλλωστε, όταν του λένε ότι οι ποδοσφαιριστές του τον νιώθουν σαν «πατέρα» τους. «Είμαι πατέρας των παιδιών μου (σ.σ. έχει ακόμα έναν γιο και μία κόρη, εκτός από τον Αϊτόρ). Κάποιες φορές ο πατέρας είναι ο χειρότερος για τον γιο και καταλήγεις να προτιμάς αυτόν του φίλου σου», επισημαίνει με μια δόση υπερβολής.
Οπως κάθε άνθρωπος, έχει ο «Μέντι» τις μανίες του. Οταν φτάνει στο γήπεδο, πριν από έναν αγώνα, κάνει μια πρώτη ομιλία 10-12 λεπτών στους παίκτες του και, στη συνέχεια, βγαίνει μόνος του στον αγωνιστικό χώρο. Κάθε φορά κάνει το ίδιο.
Πάει από το κέντρο του γηπέδου στη μία εστία, αλλά δεν περνάει τη γραμμή του τέρματος. Γυρίζει, πηγαίνει μέχρι την άλλη εστία και επίσης δεν περνάει τη γραμμή. Μένει λίγη ώρα στο κέντρο του γηπέδου και μπαίνει στα αποδυτήρια δέκα λεπτά προτού ξεκινήσει το ζέσταμα, για να δώσει τις τελευταίες οδηγίες.
Απόψε, πριν από τον μεγαλύτερο αγώνα στην Ιστορία του Ολυμπιακού και τον δεύτερο μεγαλύτερο της δικής του σταδιοδρομίας, θα κάνει το ίδιο τελετουργικό. Ξέρει, βεβαίως, ότι εκείνη την ώρα οι εξέδρες στο γήπεδο της ΑΕΚ που φιλοξενεί τον τελικό με τη Φιορεντίνα (ιταλική ομάδα, όπως η Ρόμα πέρυσι…) θα είναι γεμάτες από κόσμο.
Περιμένει τις αποδοκιμασίες από τους φίλους των Βιόλα, αλλά και την αποθέωση από αυτούς του Ολυμπιακού, οι οποίοι νιώθουν ευγνώμονες για την ευεργετική του επίδραση στην ομάδα του(ς). Θα νιώσει άβολα και στις δύο καταστάσεις, γιατί ακόμα δεν έχει συνηθίσει να είναι αυτός ο πρωταγωνιστής.
Και πιθανότατα να μην το συνηθίσει ποτέ ένας προπονητής που πέρυσι υπέγραψε για τρεις μήνες στη Σεβίλλη χωρίς να τον νοιάζουν τα χρήματα (αυτός και η οικογένειά του, βεβαίως, ζουν καλά από το ποδόσφαιρο), βάζοντας στόχο να τη γλιτώσει από τον υποβιβασμό και να την οδηγήσει όσο το δυνατόν πιο μακριά στο Europa League. Στο φινάλε της σεζόν, η Σεβίλλη είχε εξασφαλίσει διά περιπάτου την παραμονή της στη La Liga και καμάρωνε στο μουσείο της για το έβδομο Europa League της Ιστορίας της.
Την ίδια τακτική ακολούθησε ο Μεντιλίμπαρ και στον Ολυμπιακό. Υπέγραψε μέχρι το τέλος της σεζόν «και βλέπουμε», αλλά ο Βαγγέλης Μαρινάκης έσπευσε να του προτείνει την ανανέωση, την οποία αποδέχθηκε, λίγη ώρα μετά την εντός έδρας συντριβή με 4-1 από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ, στους «16» του Europa Conference League.
Τότε που όλα έμοιαζαν μαύρα και άραχλα, για να αλλάξουν μέσα σε μία εβδομάδα, με την ιστορική ανατροπή στη ρεβάνς. Ακολούθησε η επική πρόκριση στα πέναλτι επί της Φενέρμπαχτσε με ήρωα τον 21χρονο τερματοφύλακα Κωνσταντή Τζολάκη, ο οποίος μπήκε από… σπόντα στην ενδεκάδα και καθιερώθηκε έκτοτε. Και, βεβαίως, το (πολύ) καλό τρίτωσε με τη διπλή επικράτηση στα ημιτελικά της Αστον Βίλα, της ομάδας που τερμάτισε τέταρτη φέτος στην τρομερά απαιτητική Premier League και έχει στην άκρη του πάγκου της έναν άλλο Βάσκο, τον Ουνάι Εμερι.
«Φαίνεται πως οι Βάσκοι προπονητές είμαστε της μόδας», λέει αστειευόμενος ο σιωπηλός ηγέτης του Ολυμπιακού, ο οποίος ετοιμάζεται να γράψει ξανά Ιστορία, με όπλο την ποδοσφαιρική του προσέγγιση, αλλά και την απλότητά του. Ο κινηματογραφιστής γιος του έχει εκφράσει την επιθυμία να δημιουργήσει μια ταινία μικρού μήκους με πρωταγωνιστή τον πατέρα του. Αν το αποφασίσει, ο τελευταίος χρόνος τού παρέχει άφθονο και απολαυστικό υλικό να χρησιμοποιήσει…
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε. Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
