Στα ποδοσφαιρικά ταξίδια, η Λιβαδειά έμοιαζε πάντα ο προορισμός που κάθε φίλαθλος όφειλε να επισκεφθεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του.
Αφήνοντας πίσω την Αττική και συναντώντας τα πρώτα βαμβακοχώραφα στη Θήβα και στην Αλίαρτο, η προσμονή για το σμίξιμο των αισθήσεων, με τις εικόνες από τις πηγές της Κρύας και τις μυρωδιές από τις γειτονικές ταβέρνες, δοκίμαζε οπαδικές ανιδιοτέλειες και προθέσεις.
Η κατάληξη στο γήπεδο της πόλης, με όλο αυτό το τελετουργικό γεύσεων που προηγούνταν, ήταν τις περισσότερες φορές ένα φινάλε ιδανικό για όλους, πλην των γηπεδούχων με τις πράσινες εμφανίσεις. Αυτοί απλώς έπαιζαν καλά τον ρόλο του φιλόξενου οικοδεσπότη. Εκεί, στις αρχές Μαΐου, αποχαιρετούσαν τα «σαλόνια» και έδιναν ραντεβού ακριβώς ένα χρόνο αργότερα για τους εθιμοτυπικούς πανηγυρισμούς της επιστροφής στη μεγάλη κατηγορία και για να υπενθυμίσουν στους αντιπάλους τον… προγραμματισμό για την κλασική πλέον εκδρομή.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, όμως, ο Λεβαδειακός έπαψε να είναι ο κομπάρσος του πρωταθλήματος. Αρχισε να θυμίζει παραδοσιακές δυνάμεις της περιφέρειας από το παρελθόν, που κόντραραν στα ίσα τους μεγάλους και αποτελούσαν τους ρυθμιστές του πρωταθλήματος.
Πέρυσι αποτέλεσε την ομάδα-έκπληξη της Super League 1 και φέτος συνεχίζει ακόμη πιο εντυπωσιακά, συνδυάζοντας αποτελέσματα με αγωνιστική αλλά και οργανωτική ορθότητα σε ό,τι αφορά τα πρότυπα λειτουργίας μιας ομάδας.
Το σκάουτινγκ – Μέχρι να φθάσει στα χέρια μου το όνομα ενός ποδοσφαιριστή για να κάνω την τελική αξιολόγηση, το report είναι εξονυχιστικό από δύο σκάουτερ και τον τεχνικό διευθυντή, οι οποίοι πρέπει να συμφωνούν ότι είναι σε θέση να προσφέρει.
Υστερα από τις πρώτες δέκα αγωνιστικές βρίσκεται στην 4η θέση του βαθμολογικού πίνακα, επίτευγμα που αποτυπώνεται σε σαφή δείγματα μιας πορείας που μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς οι ποδοσφαιριστές των «πρασίνων» βρίσκονται ανάμεσα στους κορυφαίους στις περισσότερες στατιστικές κατηγορίες της λίγκας. Και οι αριθμοί σχεδόν πάντα λένε την αλήθεια.
Τα ρεκόρ
Είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τους Βοιωτούς να ξεχωρίζουν σε σχέση με τους επίσης ισόβαθμους Βολιώτες, οι οποίοι παρουσιάζουν μια εξίσου αξιόλογη εικόνα. Είναι και η απόδειξη πως οι επιλογές που έγιναν ήταν μελετημένες, με σχέδιο που ήταν ικανό να κάνει τη διαφορά.
Τα ρεκόρ που έχουν σημειώσει στην τρέχουσα αγωνιστική περίοδο είναι εντυπωσιακά αφού ο Λεβαδειακός παρουσιάζει την καλύτερη επίθεση στο πρωτάθλημα, έχοντας ήδη πετύχει 26 γκολ (2,6 ανά ματς), ξεπερνώντας κατά τρία τον πρωτοπόρο Ολυμπιακό.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, το στυλ παιχνιδιού και η φιλοσοφία του είναι ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι αυτής της προόδου. Ο φετινός Λεβαδειακός δεν αρέσκεται σε αυτό που έκαναν και κάνουν οι ομάδες του βεληνεκούς του, να ρίχνουν, δηλαδή, το βάρος τους στην άμυνα και να «χτυπούν» στις αντεπιθέσεις. Η ομάδα της Βοιωτίας παίζει κυριαρχικό ποδόσφαιρο με ποδοσφαιριστές που θέλουν να έχουν την μπάλα στα πόδια τους, να έχουν αξιοζήλευτο passing game και να κυριαρχούν σε ποσοστά κατοχής. Σε συνδυασμό με την ποιότητα κάποιων εξ αυτών, όταν η μπάλα φθάσει στο επιθετικό τρίτο κομμάτι, τότε οι προσπάθειες επιβραβεύονται σε μεγάλο βαθμό.
Δεν είναι τυχαίο πως το ποσοστό κατοχής της ομάδας φθάνει στο 55,5% κατά μέσον όρο, όντας πίσω μόνο από τους πέντε «μεγάλους» (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Αρης), ενώ στις πάσες ανά λεπτό κατοχής έχει αναρριχηθεί στη 2η θέση.
Για όλα αυτά και ακόμη περισσότερα υπεύθυνος είναι ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο προπονητής για τον οποίον ο Λεβαδειακός αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δικαίωση στην καριέρα του και το σημείο αναφοράς στη μέχρι στιγμής διαδρομή του. Ο 54χρονος τεχνικός κατάφερε να αποβάλει από ένα μικρό κλαμπ τη νοοτροπία της σκοπιμότητας, κάνοντας πράξη το ελκυστικό ποδόσφαιρο, οποιαδήποτε αγωνιστική εκδοχή κι αν δοκίμασε.
Διαθέτοντας ένα σύνολο με τον χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας (25,3 έτη) στη λίγκα και έναν κορμό που απαρτίζεται κυρίως από Ελληνες, έκανε τους παίκτες του να πιστέψουν στις δυνατότητές τους ώστε να εκμεταλλευθεί στο έπακρον τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Κι όλα αυτά έγιναν πραγματικότητα μολονότι πέρυσι τον Οκτώβριο ο ίδιος είχε υποβάλει την παραίτησή του από τον πάγκο, χωρίς, όμως, να γίνει αποδεκτή από τη διοίκηση. Στην πραγματικότητα ήταν αυτή η κίνηση που… γύρισε τον «διακόπτη» ώστε το ωραίο ποδόσφαιρο που έπαιζε η ομάδα να αποκτήσει ουσία.
Το σημείο καμπής
«Μέχρι τότε δεν παίρναμε τα αποτελέσματα. Είχαμε ένα ξεκίνημα κακό βαθμολογικά, που δεν ταίριαζε με την απόδοσή μας μέσα στο γήπεδο. Μετά από τόσο καιρό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν κυρίως έλλειμμα αυτοπεποίθησης, το οποίο με τη σειρά του προκαλούσε λάθη, τα περισσότερα εκ των οποίων τα πληρώναμε και έπρεπε άμεσα να αρχίσουμε να τα μετριάζουμε. Σίγουρα κάτι έπρεπε να αλλάξει, γι’ αυτό και πήρα αυτή την πρωτοβουλία», τονίζει στην «Κ» ο Ελληνας κόουτς και αρχιτέκτονας της επιτυχίας, ο οποίος από εκεί και μετά είδε το πλάνο του να δικαιώνεται πλήρως.
Οι βάσεις – Το οργανωτικό κομμάτι αποτελεί προτεραιότητα. Εχουν μπει οι σωστές βάσεις, έχει δημιουργηθεί ένα εξαιρετικό αθλητικό κέντρο και έχει βρεθεί ένα μοντέλο λειτουργίας, πάνω στο οποίο ο κάθε προπονητής μπορεί να χτίσει αυτά που θέλει.
Για τον ίδιο, πάντως, το μεγαλύτερο μερίδιο της επιτυχίας το πιστώνεται η διοίκηση για τη στάση της εκείνο το χρονικό διάστημα, αλλά και για όλο το μοντέλο που εφάρμοσε. «Τότε ο ιδιοκτήτης έδειξε περισσότερη αφοσίωση στον αρχικό σχεδιασμό του, στήριξε κι εμένα, αλλά κυρίως τους ποδοσφαιριστές, και δικαιώθηκε».
Η εμπιστοσύνη από την πλευρά της διοίκησης είναι εμφανής στην καθημερινότητα της ομάδας. Οπως αναφέρει ο Νίκος Παπαδόπουλος, έχει εντυπωσιασθεί από το πώς χειρίζεται ο οργανισμός σημαντικά λειτουργικά θέματα: «Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς λειτουργεί το τμήμα σκάουτινγκ. Μέχρι να φθάσει στα χέρια μου το όνομα ενός ποδοσφαιριστή για να κάνω την τελική αξιολόγηση, το report είναι εξονυχιστικό από δύο σκάουτερ και τον τεχνικό διευθυντή, οι οποίοι πρέπει να συμφωνούν ότι είναι σε θέση να προσφέρει. Αλλά και από τη στιγμή που θα αποκτηθεί, ο τρόπος που τον διαχειριζόμαστε μειώνει στο ελάχιστο τις πιθανότητες να δείξει αυτά που δεν θέλουμε από εκείνον. Οταν ήρθε ο Οζμπολτ είχε αντιμετωπίσει προβλήματα προσαρμογής, κάτι που επηρέαζε την απόδοσή του. Πέρυσι δεν ήταν αυτό που περιμέναμε, όμως ο τρόπος που τον περιβάλαμε τον έφερε στα πραγματικά του στάνταρ».
Για τον προπονητή του Λεβαδειακού το κυριότερο είναι πως αυτό που γίνεται τώρα στη Λιβαδειά θα έχει και συνέχεια: «Είμαι βέβαιος. Ο ρόλος του κομπάρσου έχει τελειώσει γι’ αυτή την ομάδα. Δεν πρόκειται να είναι ποτέ ξανά αυτό που αποκαλούμε “ασανσέρ”. Το οργανωτικό κομμάτι αποτελεί προτεραιότητα. Εχουν μπει οι σωστές βάσεις, έχει δημιουργηθεί ένα εξαιρετικό αθλητικό κέντρο και έχει βρεθεί ένα μοντέλο λειτουργίας, πάνω στο οποίο ο κάθε προπονητής μπορεί να χτίσει αυτά που θέλει. Με ή χωρίς τον Παπαδόπουλο στον πάγκο, η ομάδα έχει βρει πλέον τον δρόμο της».

