Για μια ομάδα του μεγέθους της Λίβερπουλ, η επιστροφή στις επιτυχίες δεν είναι τόσο απλή υπόθεση όσο φαίνεται, ειδικά όταν για πολλά χρόνια ήταν αναγκασμένη να παλεύει σκληρά για να κρατήσει το κεφάλι της έξω από το νερό, χωρίς να αφήσει τα τεράστια οικονομικά της προβλήματα να την τραβήξουν στον βυθό. Για μια ομάδα με τόσο βαριά κληρονομιά που είχε μείνει για σχεδόν 30 χρόνια χωρίς να κρατήσει στα χέρια της το «ιερό δισκοπότηρο» του αγγλικού ποδοσφαίρου και κάθε χρονιά που περνούσε χωρίς να κατακτήσει την Premier League πρόσθετε κι άλλο βάρος στην πλάτη της, η επιστροφή στην κορυφή ήταν ένας δρόμος στρωμένος με αγκάθια. Επρεπε να ανταγωνιστεί πολλές και ποιοτικές ομάδες με ανάλογο μέγεθος, ξεκινώντας από πολύ πιο χαμηλά και με το τεράστιο βάρος μιας εντελώς αποτυχημένης πολιτικής που την είχε φέρει στα όρια του γκρεμού, τόσο αγωνιστικά όσο και οικονομικά. Πάλευε με σφεντόνα όταν οι άλλοι την πολεμούσαν με τανκ και για να ξαναγίνει η ομάδα που όριζε η ιστορία της, χρειάστηκε να κάνει δομικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα και να ακροβατήσει για καιρό στην άκρη του γκρεμού, μέχρι να βρει τον τρόπο να ισορροπήσει.
Σε ένα μεγάλο αφιέρωμα του The Athletic σ’ αυτήν τη μεταμόρφωση της Λίβερπουλ από έναν τραυματισμένο γίγαντα σε ένα υγιή, αγωνιστικά και οικονομικά, κολοσσό σε παγκόσμιο επίπεδο, η άκρη του νήματος πιάνεται από τις 15 Οκτωβρίου 2010, όταν η Fenway Sports Group, τότε γνωστή ως New England Sports Ventures, ολοκλήρωσε την εξαγορά της έναντι 300 εκατομμυρίων λιρών.
Κίνδυνος για ολική κατάρρευση
Μετά την καταστροφική θητεία των Τομ Χικς και Τζορτζ Γκίλετ, η ομάδα ήταν πνιγμένη στα χρέη και κινδύνευε με ολική κατάρρευση, με τους νέους ιδιοκτήτες να έχουν στην αρχή στρεβλή εικόνα για το μέγεθος του εγχειρήματος που είχαν αναλάβει. Ο βασικός μέτοχος, Τζον Χένρι, είχε την αίσθηση ότι η εμπειρία του στον αθλητικό επιχειρηματικό στίβο θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει σχετικά εύκολα τις κακοτοπιές, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο ο ίδιος νόμιζε.

Το πρώτο κρύο ντους ήλθε μόλις δύο μέρες μετά την απόκτηση της ομάδας. Ο Τζον Χένρι συνοδευόμενος από τον πρόεδρο, Τομ Βέρνερ, πήγαν στο Γκούντισον Παρκ για το κλασικό ντέρμπι του Μερσεϊσάιντ με την Εβερτον, έχοντας τη σιγουριά ότι η φρέσκια αύρα τους θα έφερνε άμεση αλλαγή και σε αγωνιστικό επίπεδο. Παρακολούθησαν αποσβολωμένοι τη Λίβερπουλ του Ρόι Χόντσον να χάνει με κάτω τα χέρια 2-0 από την παραδοσιακή αντίπαλό της και στο τέλος του αγώνα, αντιλήφθηκαν ότι μόνο η διαφορά τερμάτων την κρατούσε οριακά από τον πάτο του βαθμολογικού πίνακα. Ηταν η στιγμή που τους άνοιξε τα μάτια για το μέγεθος του έργου που είχαν μπροστά τους και τους βοήθησε να καταλάβουν ότι πρέπει να κάνουν πάρα πολλά για να ξεφύγουν από τη σκληρή πραγματικότητα. Η σκυτάλη ουσιαστικά δόθηκε στα χέρια του προέδρου της FSG, Μάικ Γκόρντον, ο οποίος κρατούσε πάντα χαμηλό προφίλ δημόσια, αλλά ήταν ο κύριος υπεύθυνος λήψης αποφάσεων για όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη Λίβερπουλ για πάνω από μια δεκαετία.
Μιλώντας στην Boston Globe το 2015, ο Χένρι περιέγραψε τον Γκόρντον ως «ένα από τα πιο λαμπρά οικονομικά μυαλά» στις Ηνωμένες Πολιτείες και «μακράν το πιο έμπειρο άτομο της FSG America σχετικά με το ποδόσφαιρο». Ο Γκόρντον, που ζούσε πολύ περισσότερο στη Βοστώνη παρά στο Λίβερπουλ, κράτησε με στιβαρότητα τα ηνία στο πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής και παρότι ήθελε από καιρό να απεγκλωβιστεί, αποφάσισε να τα παραδώσει στον νέο διευθύνοντα σύμβουλο ποδοσφαίρου της FSG, Μάικλ Εντουαρντς, μόνο όταν ο Γιούργκεν Κλοπ ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από την ομάδα. Ο Γκόρντον, ο Κλοπ και ο Εντουαρντς που μέχρι τότε είχε τον ρόλο του αθλητικού διευθυντή είχαν συνεργαστεί με εξαιρετικό τρόπο για να επαναφέρουν τους «κόκκινους» στην κορυφή, σε ένα διοικητικό σχήμα που έσπασε μόλις ο Γερμανός τεχνικός αποφάσισε να ακολουθήσει νέα μονοπάτια στην καριέρα του. Ο Εντουαρντς έκανε τότε ένα βήμα πιο μπροστά και ο Γκόρντον άλλο ένα προς τα πίσω, έχοντας όμως ισχυρή παρουσία την ώρα των κρίσιμων αποφάσεων.
Απολύθηκε για δαπανηρά λάθη
Η διαδρομή έμοιαζε στην αρχή με ναρκοπέδιο. Η επιλογή του Νταμιέν Κομόλι για το πόστο του διευθυντή ποδοσφαίρου ήταν η πρώτη κίνηση της FSG τον Νοέμβριο του 2010, αλλά αποδείχθηκε εντελώς αποτυχημένη. Η θητεία του Γάλλου ήταν σύντομη σε σχέση με το μέγεθος του εγχειρήματος που είχε αναλάβει. Τον Απρίλιο του 2012 απολύθηκε για δαπανηρά λάθη στη μεταγραφική αγορά, αλλά πρόλαβε τουλάχιστον να προσλάβει τον Εντουαρντς από την Τότεναμ ως επικεφαλής απόδοσης και ανάλυσης.
Η FSG σκόπευε να φέρει έναν αθλητικό διευθυντή για να συνεργαστεί με τον Μπρένταν Ρότζερς όταν διορίστηκε ως διάδοχος του Κένι Νταλγκλίς ως προπονητής το 2012, αλλά εγκατέλειψε αυτά τα σχέδια όταν ο Βορειοϊρλανδός εξέφρασε την αντίθεσή του. Ο άνθρωπος που είχε επιλέξει για τον ρόλο αυτόν, ήταν ο Λουί φαν Γκάαλ. Αντ’ αυτού, σχηματίστηκε μια επιτροπή μεταγραφών, αλλά η διαδικασία πρόσληψης ήταν δυσλειτουργική, με τον Ρότζερς να βλέπει τον Εντουαρντς και τον διευθυντή έρευνας, Ιαν Γκράχαμ, ως απειλή για την εξουσία του. Η δέσμευση της FSG σε μια στρατηγική που βασίζεται σε δεδομένα ήταν ακλόνητη και ο Κλοπ ήταν πιο ανοιχτός στο να την υιοθετήσει, όταν επιλέχθηκε για τη θέση του προπονητή. Ο Εντουαρντς προήχθη από τον Γκόρντον από τεχνικό διευθυντή σε αθλητικό διευθυντή το 2016, με το καθήκον της διαπραγμάτευσης συμβολαίων και μεταγραφών να έχει αφαιρεθεί από τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο, Ιαν Αϊρ. Στις περιπτώσεις που ο Κλοπ και ο Εντουαρντς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν, ο Γκόρντον αναλάμβανε δράση και είχε τον τελευταίο λόγο.
Η επιστροφή
Αυτή η τριαδική σχέση δεν ήταν ανέφελη. Ηταν τρεις ισχυρές προσωπικότητες και υπήρξαν στιγμές με έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις. Υστερα από αρκετές ζυμώσεις σε τεχνικό – διοικητικό επίπεδο, ο Εντουαρντς αποφάσισε να αποχωρήσει από την ομάδα το 2022. Εκλεισε έτσι ένα κεφάλαιο και άνοιξε αργότερα ένα άλλο, με επικεφαλής τον… Εντουαρντς, τον οποίο οι Χένρι, Γκόρντον και Βέρνερ είχαν επιλέξει για να ηγηθεί στην εποχή που η Λίβερπουλ άρχισε να κυριαρχεί, έχοντας αφήσει πίσω της τα δύσκολα χρόνια. Ο Εντουαρντς είχε απορρίψει 12 προτάσεις ισχυρών ευρωπαϊκών ομάδων όταν έφυγε από το Ανφιλντ και επέλεξε να ασχοληθεί με μια εταιρεία συμβούλων, ώστε να έχει περισσότερο χρόνο διαθέσιμο για την οικογένειά του. Τι τον ώθησε να επιστρέψει και να μπει ως κεντρικό πρόσωπο στο κάδρο; Η ευκαιρία να ξεπεράσει τα στενά όρια ενός αθλητικού διευθυντή σε μια ομάδα έστω του μεγέθους της Λίβερπουλ και να αναλάβει όλες τις ποδοσφαιρικές δραστηριότητες της FSG, έχοντας απόλυτη ελευθερία κινήσεων και υπερεξουσίες.
Η FSG υποστήριξε την απόφαση του Εντουαρντς να επιλεγεί στο πόστο του αθλητικού διευθυντή ο Ρίτσαρντ Χιουζ, ο οποίος στήριξε σθεναρά την υποψηφιότητα του Αρνε Σλοτ ως νέου προπονητή, διάδοχος του Γιούργκεν Κλοπ. Ο Γκόρντον ήταν επιφυλακτικός γιατί δεν γνώριζε τον Ολλανδό τεχνικό, μέχρι που τον συνάντησε στο Πίτσμπουργκ κατά τη διάρκεια της περιοδείας προετοιμασίας στις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 2024. Εκεί κέρδισε την εμπιστοσύνη του και στήριξε την επιλογή του.
Από τη στιγμή που του έδωσαν τα κλειδιά ενός παγκόσμιου κολοσσού, οι ιδιοκτήτες της FSG εμπιστεύονται τον Εντουαρντς ανεπιφύλακτα και εκτιμούν το γεγονός ότι δεν επηρεάζεται από τίποτα και κανέναν. «Το ότι δεν δίνει δεκάρα για τη δημόσια γνώμη είναι ένα από τα μεγάλα δυνατά σημεία του Μάικλ. Την ημέρα που αρχίζεις να δίνεις προσοχή σε ό,τι είναι δημοφιλές στο X, είσαι εντελώς χαμένος», είναι η άποψη που μετέφερε στο The Athletic στενός συνεργάτης του Τζον Χένρι, για να εξηγήσει την τυφλή εμπιστοσύνη που του είχε.
Πέρα από τα πρόσωπα, η αλλαγή σελίδας στη Λίβερπουλ ήλθε με σημαντικές τομές στην οικονομική και μεταγραφική της πολιτική, σε ένα δύσκολο πεδίο, με πολλές αποτυχημένες κινήσεις τα πρώτα δύσκολα χρόνια που είχαν φέρει τους οπαδούς στα κάγκελα. Για να τους εξευμενίσει, ο Χένρι αναγκάστηκε να γράψει μια ανοικτή επιστολή για να τους δώσει να καταλάβουν τη στόχευση της FSG: «Η πολιτική μεταγραφών δεν αφορά τη μείωση του κόστους. Αφορά τώρα και στο μέλλον την επίτευξη της μέγιστης αξίας για όσα δαπανώνται, ώστε να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ποιότητα και βάθος. Πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τις οδηγίες του οικονομικού fair play (FFP) που διασφαλίζουν ότι οι δαπάνες συνδέονται με το εισόδημα. Θα επενδύσουμε για να πετύχουμε. Αλλά δεν θα υποθηκεύσουμε το μέλλον με επικίνδυνες δαπάνες».
Η FSG κατά καιρούς είχε κατηγορηθεί ότι δεν επιδεικνύει αρκετή φιλοδοξία, αλλά σύμφωνα με την δική της οπτική γωνία, η προσπάθεια ανταγωνισμού με αντιπάλους που υποστηρίζονται από έθνη-κράτη ή ολιγάρχες έγινε πιο δύσκολη λόγω της (κατ’ αυτήν) αποτυχίας των διοικητικών οργάνων να επιβάλουν τους κανόνες της FFP. Ωστόσο, μετά τον θρίαμβο του τίτλου της περασμένης σεζόν, το ρεκόρ δαπανών αυτού του καλοκαιριού υπογράμμισε πώς τα αυξανόμενα έσοδα επέτρεψαν στη Λίβερπουλ να αγοράσει καταξιωμένους ποδοσφαιριστές με πολύ υψηλό αντίτιμο, αντί για επενδύσεις ρίσκου.
Ρεκόρ μεταγραφών
Οι «κόκκινοι» κατέρριψαν δύο φορές αυτό το καλοκαίρι το ρεκόρ μεταγραφών τους, με την υπογραφή του Φλόριαν Βιρτζ από την Μπάγερ Λεβερκούζεν έναντι 116 εκατομμυρίων λιρών, για να ακολουθήσει το βρετανικό ρεκόρ των 125 εκατομμυρίων λιρών για τον Αλεξάντερ Ισάκ από τη Νιούκαστλ. Μαζί μ’ αυτά τα τεράστια ποσά, δόθηκαν και άλλες 79 εκατ. λίρες για τον Ούγκο Εκιτίκε της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, ανεβάζοντας τη συνολική μεταγραφική δαπάνη στα περίπου 450 εκατ. λίρες, ποσό έξω από κάθε λογική, ειδικά σε σχέση με τη λιτότητα των παλιών πολύ δύσκολων χρόνων. Κανένας σύλλογος στην εποχή της Premier League δεν έχει ξοδέψει ποτέ περισσότερα σε μία μεταγραφική περίοδο, παρότι στην πραγματικότητα το ποσό αυτό είναι αισθητά μικρότερο αν συνυπολογιστούν τα 260 εκατ. λίρες που εισέπραξαν οι «κόκκινοι» από πωλήσεις.
Αυτή η ανθηρή εικόνα δεν έχει καμία σχέση με τα χρόνια που η τύχη της Λίβερπουλ ήταν στα χέρια του Χικς και του Γκίλετ. Μόνο στη Royal Bank of Scotland, τα χρέη της ομάδας είχαν φτάσει τα 200 εκατ. λίρες και την είχαν φέρει μισό βήμα πριν από την πτώχευση και την κατάρρευση. Ολο το χρέος ήταν σε μια εταιρεία χαρτοφυλακίου που ονομάζεται Kop Football Holdings, της οποίας το μόνο περιουσιακό στοιχείο ήταν η Λίβερπουλ. Μόνο οι τόκοι για το χρέος ήταν 65 εκατ. λίρες, ενώ στα 14 χρόνια από τότε που ανέλαβε τον σύλλογο η FSG και μέχρι να ισορροπήσει οικονομικά η κατάσταση, η Λίβερπουλ χρειάστηκε να πληρώσει μόνο 50 εκατομμύρια λίρες για τόκους.
Οι Χικς και Γκίλετ είχαν μια σπάταλη οικονομική πολιτική, δαπανώντας μόνο για μισθούς το 70% των εσόδων της ομάδας. Οι μέθοδοι της FSG ήταν πολύ διαφορετικές από τους περισσότερους ανταγωνιστές της. Τα πρώτα πέντε ή έξι χρόνια, διέθεσε περίπου 170 εκατ. λίρες για να φέρει τον σύλλογο σε ισορροπία και να ανοικοδομήσει την κεντρική κερκίδα στο Ανφιλντ, πάντα όμως με τη λογική ότι πρέπει να είναι αυτοσυντηρούμενος, στόχο που σε μεγάλο βαθμό τον κατάφεραν.
Για να μπει σ’ αυτή την εντελώς διαφορετική εποχή, η Λίβερπουλ αντιμετώπισε συλλόγους με πολύ μεγαλύτερους πόρους. Υπήρξε ένα διάσημο απόφθεγμα του Εντ Γούντγουορντ όταν ήταν αντιπρόεδρος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σχετικά με την αποσύνδεση των οικονομικών από την απόδοση στο γήπεδο: όταν η ομάδα κερδίζει οικονομικά, είναι αδιάφορο το εάν θα πετύχει αγωνιστικά. Η FSG και η Λίβερπουλ απέδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει. Η οικονομική άνθηση ήταν σε απόλυτη συνάρτηση με την αγωνιστική. Oταν η ομάδα επέστρεψε στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, τότε ήλθε και η μεγάλη πρόοδος στα οικονομικά της μεγέθη, σε σημείο να ξεπεράσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για πρώτη φορά σε εμπορικό επίπεδο. Ποια είναι η διαφορά στη φιλοσοφία τους; Οτι σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες της Γιουνάιτεντ, η FSG ποτέ δεν «ξέχασε» ότι πάνω απ’ όλα η Λίβερπουλ εξακολουθεί να είναι ποδοσφαιρικός σύλλογος και έχει ανάγκη να ανθίζει μέσα από τις αγωνιστικές επιτυχίες της και όχι από τα τρικ των λογιστών της.

