Παναθηναϊκός: Ο,τι δεν έκανε με Δομάζο και Σαραβάκο

Παναθηναϊκός: Ο,τι δεν έκανε με Δομάζο και Σαραβάκο

Οι «πράσινοι» με το deal για τον Βαγιαννίδη ξέφυγαν από τη λογική που τους είχε «εγκλωβισμένους» από την εποχή του ερασιτεχνισμού

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η επίσημη παρουσίαση του Γιώργου Βαγιαννίδη από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας ήταν ο επίλογος της πολύχρονης παρουσίας του στον Παναθηναϊκό και οι πρώτες λέξεις στο νέο κεφάλαιο της καριέρας του, πάντα σε πράσινο και άσπρο φόντο, με εξώφυλλο πλέον το «λιοντάρι» της πρωταθλήτριας Πορτογαλίας αντί για το «τριφύλλι». Είχε μεσολαβήσει, μερικά χρόνια νωρίτερα, μια μικρή παράγραφος που γράφτηκε στο σύντομο πέρασμά του από την Ιντερ, όταν σε ηλικία μόλις 18 ετών τόλμησε να κάνει ένα τεράστιο άλμα ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς ποδοσφαιρικούς κόσμους, χωρίς να έχει κανένα μαξιλαράκι ασφαλείας για προστασία. Ηταν μια περιπέτεια που θα μπορούσε να είχε βάλει σε λάθος μονοπάτι την καριέρα του, αλλά ευτυχώς για τον ίδιο, εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο μάθημα και μια νέα αφετηρία στη ζωή του.

Η μεταγραφή του Βαγιαννίδη στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας είναι, μακράν της δεύτερης, η κορυφαία (σε οικονομικό επίπεδο) πώληση του Παναθηναϊκού στην πολύχρονη ιστορία του. Για πολλά χρόνια, οι «πράσινοι» ήταν εγκλωβισμένοι στη λογική ότι τα μεγάλα κλαμπ δεν πουλάνε τους παίκτεςσημαίες τους και αρκετές φορές στο παρελθόν έκλεισαν ερμητικά την πόρτα σε άκρως δελεαστικές προτάσεις από ομάδες του εξωτερικού. Από τα χρόνια του ερασιτεχνισμού, ο Τάκης Λουκανίδης και ο Μίμης Δομάζος, για παράδειγμα, ήταν δύο ποδοσφαιριστές που κέντρισαν το ενδιαφέρον μεγάλων κλαμπ της Ευρώπης, χωρίς να κάνουν όμως ποτέ το μεγάλο βήμα γιατί οι τότε διοικήσεις του Παναθηναϊκού ήταν πιστές στο δόγμα ότι «οι σημαίες δεν πωλούνται ούτε και υποστέλλονται».

Το ιπποφορβείο του «καπετάνιου»

Ακόμα πιο χαρακτηριστική ήταν η (σχετικά πιο σύγχρονη) περίπτωση του Δημήτρη Σαραβάκου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο μεγάλος «μικρός» είχε ξετρελάνει με τις εμφανίσεις του όλη την Ευρώπη και κορυφαίες ομάδες. Από την Ιταλία, κυρίως, έφτασαν μέχρι την πόρτα του Παναθηναϊκού και προσπάθησαν επίμονα να την ανοίξουν. Με τη φράση «Τι είμαι εγώ; Ιπποφορβείο;» που είπε μετά τη θριαμβευτική επιστροφή του Παναθηναϊκού από το Τορίνο έχοντας αποκλείσει τη Γιουβέντους, ο «καπετάνιος» Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε βάλει τέλος σε κάθε σενάριο πώλησης του Σαραβάκου, χωρίς να μπει επί της ουσίας σε καμία διαπραγμάτευση με τις ενδιαφερόμενες ομάδες.

Η λογική ότι ο Παναθηναϊκός είναι buyer και όχι selling club, ομάδα, δηλαδή, που μόνο αγοράζει και δεν πουλάει, δεν του επέτρεψε να εκμεταλλευθεί οικονομικά τις μεγάλες επιτυχίες του στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Από την εποχή του Γουέμπλεϊ μέχρι τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, το δόγμα αυτό δεν επέτρεψε να περάσουν τα σύνορα της Ελλάδας αρκετοί ποδοσφαιριστές του που είχαν μπει στο στόχαστρο ξένων ομάδων. Οι τέσσερις παίκτες του που εκμεταλλεύθηκαν τη σπουδαία πορεία του μέχρι την ημιτελική φάση του Champions League το 1996 (Δώνης στην Μπλάκμπερν, Μπορέλι στην Οβιέδο, Γ. Γεωργιάδης στη Νιούκαστλ, Ουζουνίδης στη Χάβρη) το έκαναν ως ελεύθεροι, στο τέλος των συμβολαίων τους, χωρίς ο Παναθηναϊκός να καρπωθεί την υπεραξία που γέννησε η αγωνιστική επιτυχία του. Κι αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή, σίγουρα αταίριαστη με τη λογική του επαγγελματισμού που επιβάλλει ότι ακόμα και οι μεγαλύτεροι σύλλογοι της Ευρώπης μπορούν να πουλάνε τα «διαμάντια» τους, αρκεί να το κάνουν τη σωστή στιγμή και στη σωστή τιμή.

Το ρεκόρ απειλεί ο Ιωαννίδης

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε αισίως μέχρι το 2025 μέχρι ο Παναθηναϊκός να σπάσει το φράγμα των 10 εκατ. ευρώ για πώληση ποδοσφαιριστή του, όριο που ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ το είχαν ξεπεράσει πολλές φορές στο παρελθόν με τις δικές τους πωλήσεις. Και το ρεκόρ αυτό το πέτυχε όχι με την παραχώρηση ενός επιθετικού ή ενός μέσου, που συνήθως φέρνουν τα περισσότερα χρήματα στις μεταγραφές, αλλά ενός δεξιού μπακ, που είναι γέννημα–θρέμμα δικό του. Η μεταγραφή του Βαγιαννίδη στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας θα φέρει στα ταμεία του Παναθηναϊκού 13 εκατ. ευρώ, συν άλλα δύο με τη μορφή εφικτών μπόνους, όπως π.χ να κατακτήσουν οι «πράσινοι» της Λισαβόνας το πρωτάθλημα Πορτογαλίας ή να βγουν στο Champions League τα επόμενα δύο χρόνια.

Αυτά τα 13+2 εκατ. ευρώ της μεταγραφής του Βαγιαννίδη ίσως να μη μείνουν για καιρό ακόμα το ρεκόρ πώλησης του Παναθηναϊκού. Από πέρυσι έχει στηθεί ένας χορός εκατομμυρίων γύρω από τον Φώτη Ιωαννίδη και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκύψει σύντομα ένα νέο ρεκόρ εάν οι «πράσινοι» αποφασίσουν να κάνουν πραγματικές διαπραγματεύσεις με κάποια από τις ενδιαφερόμενες ομάδες και όχι να τις αποφεύγουν είτε με την περυσινή λογική του «ο Φώτης δεν πωλείται» ή με τη φετινή του «δεν συζητάμε με κανέναν για κάτω από 30 εκατ. ευρώ». Οι περυσινές προτάσεις για τον Ιωαννίδη είχαν φτάσει μέχρι τα 30 εκατ. ευρώ και η τελευταία από τις φετινές, αυτή της Φιορεντίνα, ήταν κοντά στα 17 εκατ. ευρώ, ποσό που με διαπραγμάτευση θα μπορούσε να αυξηθεί εάν ο Παναθηναϊκός είχε τη διάθεση να προχωρήσει σε πώληση.

Εχει ιστορικό με τη Σπόρτινγκ

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η 2η πιο ακριβή πώληση του Παναθηναϊκού πριν ανεβεί στην κορυφή αυτή του Βαγιαννίδη, είχε ξανά… χρηματοδότη τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Πριν από τρία χρόνια, το καλοκαίρι του 2022, η πορτογαλική ομάδα είχε δαπανήσει κάτι περισσότερο από 4 εκατ. ευρώ για να αποκτήσει τον Σωτήρη Αλεξανδρόπουλο, παιδί γέννημα–θρέμμα κι αυτός της Ακαδημίας των «πρασίνων». Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, αυτό ήταν το μεγαλύτερο ποσό που είχε εισπράξει ο Παναθηναϊκός από την πώληση Ελληνα ποδοσφαιριστή του και συνολικά το 2ο μεγαλύτερο, πίσω από τα 5,8 εκατ. ευρώ που είχε πάρει το μακρινό 2011 για την παραχώρηση του Τζιμπρίλ Σισέ στη Λάτσιο.

Με μια άλλη λογική, κάθε άλλο παρά λανθασμένη, η πώληση του Αλεξανδρόπουλου ήταν η πιο κερδοφόρα του Παναθηναϊκού μέχρι να προκύψει αυτή του Βαγιαννίδη. Σε οικονομικό επίπεδο, το κέρδος της ομάδας ήταν «καθαρό» αφού της είχε στοιχίσει μόνο η ποδοσφαιρική εκπαίδευση του, ενώ η μεταγραφή του Σισέ ήταν επί της ουσίας μια πώληση με σημαντική ζημιά. Ο πολυμετοχικός Παναθηναϊκός τον είχε αποκτήσει με ποσό ρεκόρ 8 εκατ. ευρώ από τη Σάντερλαντ το 2009 και τον πούλησε δύο χρόνια αργότερα, με 2,2 εκατ. ευρώ λιγότερα. Η σύγκριση αυτή είναι καθαρά σε οικονομικό επίπεδο, καθώς σε αγωνιστικό, ο Γάλλος σούπερ σταρ είχε βγάλει και με το παραπάνω τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τη μεταγραφή του.

Η προσπάθεια να γίνει μια κατάταξη των πωλήσεων του Παναθηναϊκού ανάλογα με το τίμημα που εισέπραξε ούτε εύκολη είναι ούτε και δίκαιη. Από τη στιγμή που οι ομάδες δεν ανακοινώνουν ποτέ τα πραγματικά νούμερα στις αγοραπωλησίες τους, οι σχετικές παραβολές γίνονται κατά προσέγγιση, συνήθως με βάση σχετικά δημοσιεύματα και διαρροές που δεν έχουν, φυσικά, κανένα επίσημο χαρακτήρα. Πέρα απ’ αυτό, η αξία του χρήματος είναι διαφορετική από εποχή σε εποχή, ειδικά όταν υπάρχουν μεγάλες αποστάσεις χρονικά. Για παράδειγμα, άλλη αξία είχαν στην εποχή τους τα περίπου 3 εκατ. ευρώ που πήρε ο Παναθηναϊκός το 2004 για τον Γιούρκα Σεϊταρίδη από την Πόρτο και άλλη τα 4 εκατ. ευρώ που εισέπραξε 18 χρόνια αργότερα, το 2022, για τον Αλεξανδρόπουλο από τη Σπόρτινγκ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα 13+2 εκατ. του Βαγιαννίδη, είναι μακράν η κορυφαία πώληση στην ιστορία του συλλόγου.

Σε απόλυτους αριθμούς ανεξαρτήτως εποχής και πάντα με την πιθανότητα να υπάρχουν κάποιες αποκλείσεις από τα πραγματικά νούμερα, υπάρχει μια λίστα με τις 10 κορυφαίες πωλήσεις του Παναθηναϊκού, όπου τη μερίδα του λέοντος την έχουν οι πορτογαλικές ομάδες με 4 αγορές, οι 3 εκ των οποίων είναι στο Top 5. Οι 7+1 (μαζί με τον Ζέκα) στους 10 ποδοσφαιριστές της σχετικής λίστας είναι Ελληνες. Οι 4 εξ αυτών (Κυργιάκος, Μαυρίας, Αλεξανδρόπουλος, Βαγιαννίδης) είναι παιδιά της Ακαδημίας του, ενώ οι άλλοι 4 (Σεϊταρίδης, Βλαχοδήμος, Καρέλης, Ζέκα) είναι ουσιαστικά δικά του «παιδιά» κι αυτοί. Αποκτήθηκαν όλοι τους σε άγουρη ηλικία, έχοντας μια σχετικά μικρή επαγγελματική διαδρομή πριν ντυθούν στα πράσινα και πάρουν ποδοσφαιρικό… μπόι. Στην πρώτη 10άδα των πωλήσεων, υπάρχουν μόνο δύο ξένοι, ο Τζιμπρίλ Σισέ με τον Μάρκους Μπεργκ.

ΤΟ TOP-10 των πωλήσεων

Νο 10: Οδυσσέας Βλαχοδήμος 2018 – Μπενφίκα με 2,4 εκατ. ευρώ

Νο 9: Νίκος Καρέλης 2016 – Γκενκ με 2,5 εκατ. ευρώ

Νο 8: Κάρλος Ζέκα 2017 – Κοπεγχάγη με 2,6 εκατ. ευρώ

Νο 7: Σωτήρης Κυργιάκος 2005 – Ρέιντζερς με 2,7 εκατ. ευρώ

Νο 6: Χάρης Μαυρίας 2013 – Σάντερλαντ με 3 εκατ. ευρώ

Νο 5: Γιούρκας Σεϊταρίδης 2004 – Πόρτο με 3 εκατ. ευρώ

Νο 4: Μάρκους Μπεργκ 2017 – Αλ Αϊν 3,3 εκατ. ευρώ

Νο 3: Σωτήρης Αλεξανδρόπουλος 2022 – Σπόρτινγκ Λισαβόνας με 4 εκατ. ευρώ

Νο 2: Τζιμπρίλ Σισέ 2011 – Λάτσιο με 5,8 εκατ. ευρώ

Νο 1: Γιώργος Βαγιαννίδης 2025 – Σπόρτιγκ Λισαβόνας με 13+2 εκατ. ευρώ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT