∆εν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από το βράδυ εκείνο στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» που η Ελλάδα, στην πιο ταπεινωτική στιγµή της ποδοσφαιρικής της ιστορίας, έχανε από τα νησιά Φερόε. Ηταν το πέµπτο και τελευταίο παιχνίδι του Κλαούντιο Ρανιέρι, το εξαιρετικό βιογραφικό του οποίου δεν τον βοήθησε να µακροηµερεύσει στη χώρα µας. Του χρεώθηκαν αδιαφορία και αδυναµία κατανόησης της ελληνικής πραγµατικότητας. Τον αντικατέστησε ο Σέρχιο Μαρκαριάν, ο οποίος είχε και φιλότιµο, και γνώση του ποδοσφαίρου µας, αλλά αναλώθηκε σε παρασκηνιακές κόντρες και µέσα σε ένα κλίµα µιζέριας αποµακρύνθηκε µε συνοπτικές διαδικασίες. Τη θέση του πήρε ο Κώστας Τσάνας, σε έναν προσωρινό ρόλο, ολοκληρώνοντας τη θλιβερή µας πορεία στα προκριµατικά µέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Βρέθηκε την περασµένη εβδοµάδα. Ο Μίκαελ Σκίµπε.
Η επιλογή του 50χρονου Γερµανού είναι µάλλον περίεργη. Η εµπειρία του από εθνικές οµάδες περιορίζεται στο ότι υπήρξε µέλος του τεχνικού τιµ της Γερµανίας πριν από 15 χρόνια, ενώ κατά γενική οµολογία η καριέρα του βρίσκεται σε κατακόρυφη πτώση. Ξεκίνησε από τοπ οµάδες της Μπουντεσλίγκα (Ντόρτµουντ, Λεβερκούζεν) ως ένας νέος ταλαντούχος προπονητής, πέρασε από κλαµπ χαµηλότερης δυναµικής (Αϊντραχτ, Χέρτα), δούλεψε στην Ελβετία (Γκρασχόπερς), στην Τουρκία (Γαλατασαράι), ενώ τα τελευταία χρόνια κατρακύλησε σε µικρές οµάδες του τουρκικού πρωταθλήµατος (Καραµπούκσπορ, Εσκισεχίρσπορ). Κοινή συνισταµένη: δεν έχει κερδίσει ποτέ του κάποιον τίτλο. Και, φυσικά, δεν έχει την παραµικρή ιδέα για όσα συµβαίνουν στο ποδόσφαιρό µας. Γιατί, λοιπόν, επιλέξαµε έναν γυρολόγο αµφιλεγόµενης αποτελεσµατικότητας;
Πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι ο πάγκος της Εθνικής έχει χάσει, µέσα σε ένα χρόνο, την αίγλη του. ∆εν µπορούσαµε να δελεάσουµε έναν τοπ προπονητή απέχοντας από το Euro του ερχόµενου καλοκαιριού και µε την εικόνα διάλυσης που επικρατεί στο ποδόσφαιρό µας. Ούτε µπορούσαµε να «ισοφαρίσουµε» αυτά τα δεδοµένα µε κάποιο τεράστιο συµβόλαιο – ο Σκίµπε θα αµείβεται µε 560.000 ευρώ ετησίως. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να επιλεγεί κάποιος Ελληνας, αλλά στην Οµοσπονδία έκριναν ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος µε «λευκό µητρώο», χωρίς να είναι στοχοποιηµένος, δικαίως ή αδίκως, από οπαδικά στρατόπεδα, που δεν επηρεάζεται από τις αθλητικές εφηµερίδες, που δεν έχει προσβληθεί από το µικρόβιο της φετινής αποτυχίας και της απαξίωσης. Υπάρχει, επίσης, µια ελπίδα ότι ένας ξένος προπονητής, µπολιασµένος µε την κουλτούρα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ερχόµενος στα µέρη µας ίσως εξελιχθεί σε έναν νέο Ρεχάγκελ. Είναι, βέβαια, ρίσκο. Γιατί για κάθε Ρεχάγκελ υπάρχουν εκατοντάδες Ρανιέρι.
Το πλεονέκτηµα του Σκίµπε είναι ότι, έτσι όπως τα καταφέραµε, θα έχει όλο το χρόνο µπροστά του. Προλαβαίνει να µελετήσει το ποδόσφαιρό µας, να µάθει τους παίκτες µας, να πειραµατιστεί µε συστήµατα και διατάξεις και να είναι έτοιµος στο επόµενο επίσηµο παιχνίδι µας, τον ερχόµενο Σεπτέµβριο, για τα προκριµατικά του Παγκόσµιου Κυπέλλου του 2018. Ο Ρανιέρι, όταν έπαιξε το πρώτο του επίσηµο παιχνίδι, δεν είχε δώσει ούτε ένα φιλικό. Ο Σκίµπε, επίσης, σε αντίθεση µε τον Ιταλό, έχει πολλά να αποδείξει. Η Εθνική µας είναι η τελευταία του ευκαιρία για να επιστρέψει στο υψηλό επίπεδο, µια τεράστια πρόκληση. Αν αποτύχει, εκείνος µεν θα γυρίσει σε µικρά κλαµπ περιφερειακών πρωταθληµάτων, η δε Εθνική θα υποχωρήσει για τα καλά στο κάτω ράφι της Ευρώπης, ενώ η εποχή που βρισκόµασταν στην ελίτ θα αποτελεί µακρινή ανάµνηση.

