Σε απόσταση αναπνοής από τον κοντινό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου, μπορεί κάποιος να περάσει εκατό φορές μπροστά από το Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Διαφορών (IDRC) στο κεντρικό Λονδίνο χωρίς να το προσέξει. Είναι ένα κομψό συγκρότημα γραφείων όπου ενοικιάζονται αίθουσες με ποσά που μπορεί να φτάσουν τις 5 χιλ. λίρες ημερησίως, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε ένα βασικό πεδίο μάχης για μερικούς κρίσιμους και συναρπαστικούς αγώνες του αγγλικού ποδοσφαίρου από νομικής πλευράς.
Σ’ αυτό το κτίριο η Μάντσεστερ Σίτι αντιμετώπισε τις 115 κατηγορίες της Premier League στο τέλος του περασμένου έτους και περιμένει να μάθει την ετυμηγορία των δικαστών για την τύχη της, εκεί ξεδιπλώνεται η μεγάλη νομική μάχη της Μπέρνλι κατά της Εβερτον, σε μια υπόθεση που πιθανότατα θα αποτελέσει ορόσημο για τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των συλλόγων. Σ’ αυτό το κτίριο έσωσε ο Λούκας Πακετά την ποδοσφαιρική του καριέρα, όταν απορρίφθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο οι κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία για τη συμμετοχή του σε στημένα παιχνίδια. Και οι τρεις άκρως εμπιστευτικές υποθέσεις κόστισαν δεκάδες εκατομμύρια λίρες και καταδεικνύουν τη ριζική αλλαγή στη σχέση του ποδοσφαίρου με το Δίκαιο.
Μια βιομηχανία που κάποτε δίσταζε να επιδιώξει δικαστικές συγκρούσεις, παίζει πλέον τα πιο σημαντικά παιχνίδια της πιο συχνά στις δικαστικές αίθουσες παρά στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Τεράστια ποσά επενδύονται στην υπεράσπιση θέσεων και στην αμφισβήτηση των οργάνων που θέτουν τους κανόνες. Τα πιο λαμπρά νομικά μυαλά προσλαμβάνονται για να εκτελούν τις εντολές των ενδιαφερομένων, όλα με σκοπό τη στήριξη θέσεων και την ενίσχυση των αξιώσεων. Για ορισμένους πάμπλουτους εμπλεκόμενους, το τεράστιο κόστος για τα δικαστικά έξοδα είναι σχεδόν ασήμαντο μπροστά στα τόσα πολλά που διακυβεύονται.
Η παρατεταμένη υπόθεση των 115 κατηγοριών κατά της Μάνστεστερ Σίτι παραμένει σημείο αναφοράς στη δίνη των δικαστικών συγκρούσεων και επιβεβαιώνει ότι το ποδόσφαιρο βρίσκεται αυτή την εποχή βυθισμένο σε νομικές μάχες όπως ποτέ άλλοτε. Οι τελευταίες επτά ημέρες, μάλιστα, έχουν φέρει σοβαρές απειλές στην Premier League από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών (PFA) και τρεις κορυφαίες υπηρεσίες (CAA Base, CAA Stellar και Wasserman) ενόψει της ψηφοφορίας για τη χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση.
Οι ισχύοντες οικονομικοί κανονισμοί, γνωστοί ως Κανόνες Κερδοφορίας και Βιωσιμότητας (PSR), έχουν σύρει την Έβερτον (δύο φορές), τη Νότιγχαμ Φόρεστ και τη Λέστερ Σίτι σε νομικές μάχες και εφέσεις από το 2023, με την τελευταία να εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πιθανή αφαίρεση βαθμών. Είναι όλες τους υποθέσεις με μεγάλο κόστος, με την Premier League να είναι υποχρεωμένη να διαθέτει περισσότερα από 40 εκατ. λίρες το χρόνο σε δικαστικά έξοδα για να υπερασπιστεί τις θέσεις της απέναντι σε ομάδες που αμφισβητούν τους κανόνες της, βυθισμένες σε μια τεράστια δεξαμενή κερδών που την περίοδο 2023-24 έφτασαν στο συνολικό ποσό των 6,3 δισεκ. ευρώ!
«Οι σύλλογοι έχουν αγοραστεί από ενεργούς και επιθετικούς επενδυτές», λέει ο Τζέιμι Σίνγκερ, ιδρυτικός εταίρος της Onside Law, μιας εταιρείας που ειδικεύεται στο αθλητικό δίκαιο από την ίδρυσή της το 2005. «Αυτοί δεν είναι οι παλιοί τοπικοί πρόεδροι που επιστρέφουν για να υποστηρίξουν τον σύλλογό τους αφού βγάλουν κάποια χρήματα. Πρόκειται για εταιρικούς ή κρατικούς επενδυτές που βλέπουν με πάθος το ποδόσφαιρο ως ευκαιρία ανάπτυξης και έχουν συνηθίσει να αναδιαμορφώνουν τις επενδύσεις τους για να πετύχουν τον δικό τους σκοπό. Είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν το τρέχον σύστημα και τους κανόνες, καθώς και ο ένας τον άλλον».
Αυτή η εβδομάδα είναι πολύ σημαντική για την Premier League καθώς 20 σύλλογοι της κλήθηκαν να ψηφίσουν την Παρασκευή για την εισαγωγή νέων οικονομικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένης μιας αμφιλεγόμενης πρότασης «από πάνω προς τα κάτω αγκύρωσης» (TBA) που ουσιαστικά θα έθετε ένα αυστηρό όριο στο τι μπορεί να δαπανηθεί για το κόστος των παικτών. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα περάσει αυτή η πρόταση δεδομένων των πολλών εκ των έσω αντιδράσεων, αλλά όσοι εξετάζουν το θέμα έχουν ήδη σηματοδοτήσει την πρόθεσή τους να φέρουν προκλήσεις.
Ο διευθύνων σύμβουλος της PFA, Μαχέτα Μολάνγκο, πρώην ποδοσφαιριστής αλλά και δικηγόρος με ειδίκευση, ήταν μεταξύ αυτών και πρόσφατα προειδοποίησε στην βρετανική εφημερίδα The Times ότι αυτοί οι νέοι κανόνες θα εγγυηθούν περισσότερες δαπανηρές νομικές μάχες. Το The Athletic έχει μιλήσει με μια σειρά νομικών εμπειρογνωμόνων και ενδιαφερομένων, για να εξετάσει τις θεμελιώδεις αλλαγές στη σχέση του ποδοσφαίρου με το νόμο την τελευταία δεκαετία. Είναι πλέον τόσο όπλο όσο και ασπίδα, με την εκθετική ανάπτυξη του παιχνιδιού να επιβάλλει μεγαλύτερες νομικές δαπάνες από ποτέ.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Εξαιρετικές υποθέσεις έφτασαν στα δικαστήρια, αλλά υπήρχε ένα στοιχείο σεβασμού στις αποφάσεις των διοικητικών οργάνων και των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών. Η Σουίντον, για παράδειγμα, υποβιβάστηκε δύο κατηγορίες το 1990 όταν δέχτηκε ένα βαρύ κατηγορητήριο 36 σημείων που σχετίζονταν με παράνομες πληρωμές. Αφού αρχικά υπέβαλε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επέλεξε αντ’ αυτού να τεθεί η υπόθεσή της ενώπιον της Επιτροπής Εφέσεων της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Αυτά δεν θεωρήθηκαν περίπλοκα ζητήματα, ακόμη και όταν η Σουίντον δεν κράτησε τη θέση της στην κορυφαία κατηγορία της Αγγλίας. Η έφεση εκδικάστηκε εντός τεσσάρων εβδομάδων και μείωσε την τιμωρία της σε έναν μόνο υποβιβασμό και όχι δύο. Τέτοια υπόθεση στις μέρες μας, θα σήμαινε μια ατελείωτη και «αιματηρή» οικονομικά διαμάχη, καθώς μια τέτοια απόφαση κρίνει τη μοιρασιά μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων λιρών.
Η Πρέμιερ Λιγκ, ειδικότερα, είναι ένας κόσμος όπου τα διακυβεύματα αυξάνονται χρόνο με το χρόνο. «Τα χρήματα και η ώθηση για ανταγωνιστικότητα στο σύστημα των επαγγελματικών πρωταθλημάτων συνδέονται όλα με το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι και θέλουν να αμφισβητήσουν πράγματα που προκύπτουν στο άθλημα», εξηγεί ο Άλιστερ ΜακΛιν, πρώην Νομικός Διευθυντής της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
«Αυτό θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, από το συμβόλαιο ενός ποδοσφαιριστή μέχρι την αμφισβήτηση όσων έχουν συμβεί στον αγωνιστικό χώρο, προκειμένου να διατηρηθεί ή να αποκτηθεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να αποφευχθεί ο υποβιβασμός ή να επιτευχθεί η άνοδος» τονίζει ο Μακ Λιν και συνεχίζει: «Αυτοί οι σύλλογοι είναι μεγάλες επιχειρήσεις και οι άνθρωποι που τους κατέχουν, τους βλέπουν διαφορετικά από ό,τι θα έβλεπαν τους συλλόγους πριν από 25 χρόνια. Όλα έχουν φυσικά γίνει πιο επαγγελματικά, συμπεριλαμβανομένων των δομών διακυβέρνησης που το περιβάλλουν. Είναι όπως σε κάθε άλλη βιομηχανία. Πρέπει να υπάρχει ένα κατάλληλο επίπεδο ρύθμισης για να διασφαλιστεί ότι υπάρχει προστασία».
Κάθε ομάδα διαθέτει πλέον εσωτερικούς συμβούλους, ομάδες δικηγόρων που μπορούν να έχουν διψήφιο αριθμό κερδών, επιφορτισμένες με την επίβλεψη εμπορικών συμφωνιών, την προστασία, τη φορολογία και τα οικονομικά. Η ανάπτυξη του κλάδου το απαιτεί, κανείς πλέον δεν μπορεί να σταθεί στο χώρο εάν κινείται ράθυμα και ερασιτεχνικά, χωρίς να έχει θωρακιστεί σε κάθε επίπεδο.
Η εξωτερική νομική υποστήριξη είναι επίσης συνηθισμένη. «Αυτοί οι επενδυτές έχουν εκτόπισμα δισεκατομμυρίων λιρών και είναι αρκετά χαρούμενοι όταν έχουν μια νομική διαμάχη ακριβώς επειδή μπορούν να την αντέξουν οικονομικά», λέει ο Τζον Μέχρζαντ της Fountain Court Chambers και προσθέτει: «Το να ξοδεύουν εκατοντάδες χιλιάδες λίρες σε μια τέτοια πρόκληση είναι άνευ νοήματος για αυτούς. Ενώ κάποτε θα υπήρχε πολύ περισσότερος σεβασμός στον αθλητισμό και τους κανόνες του, αυτό έχει εξαφανιστεί επειδή οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν το οικονομικό κόστος της αμφισβήτησης όλων των ενοχλητικών γι’ αυτούς πραγμάτων. Απευθύνονται σε δικηγόρους εμπορικών συναλλαγών βαρέως τύπου, δικηγόρους εξειδικευμένους στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Και είναι λογικό αυτό γιατί έχουν τη δυνατότητα να το αντέξουν οικονομικά».
Ο Σάιμον Κλιφ, παλαιότερα υψηλόβαθμος εταιρικός δικηγόρος και γενικός σύμβουλος της Μάντσεστερ Σίτι από το 2009, έχει σταθερή παρουσία στις μάχες κατά της Πρέμιερ Λιγκ. Αυτές οι 115 κατηγορίες, που εκδικάστηκαν σε διάστημα 12 εβδομάδων στο τέλος του περασμένου έτους, θα έχουν τις μεγαλύτερες συνέπειες στο παιχνίδι της εξουσίας. Ηταν μια νομική αμφισβήτηση των κανόνων Συναλλαγών Συνεργαζόμενων Μερών (APT) της Πρέμιερ Λιγκ που κατέδειξε την προθυμία της Σίτι να υιοθετήσει μια πολύ σύγχρονη προσέγγιση σε συνεργασία με κορυφαίες δικηγορικές εταιρείες, όπως οι Freshfields και Clifford Chance.
Η επιθυμία της Μάντσεστερ Σίτι ήταν να αυξήσει το ήδη αξιοζήλευτο εμπορικό της εισόδημα και να μειώσει τυχόν εμπόδια που τέθηκαν στο δρόμο της από αυτό που το χαρακτήρισαν «τυραννία της πλειοψηφίας». Μόνο τον περασμένο Σεπτέμβριο και μετά από έντονη νομική μάχη αποδέχτηκε ότι αυτοί οι κανόνες APT ήταν «έγκυροι και δεσμευτικοί». Η προσέγγιση της Σίτι, η οποία επίσης ανέτρεψε με επιτυχία μια διετή απαγόρευση από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για «σοβαρές παραβιάσεις» των κανόνων οικονομικού fair play της UEFA στο Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο το 2020, έχει υποστηριχθεί από τον πλούτο των ιδιοκτητών, του Ομίλου Abu Dhabi United, για τους οποίους τα δικαστικά έξοδα είναι ασήμαντα.
Ωστόσο, ακόμα και άλλοι σύλλογοι που δεν χρηματοδοτούνται σε τόσο μεγάλο βαθμό, υιοθετούν τώρα παρόμοιες τακτικές. Η Έβερτον, η Νότιγχαμ Φόρεστ και η Λέστερ έχουν στραφεί σε μεγάλες εταιρείες και ονόματα υψηλού προφίλ. Ο Πακετά έκανε το ίδιο όταν προσέλαβε τον Νικ Ντε Μάρκο, το προφίλ του οποίου στο Blackstone Chambers αναφέρει ότι έχει εκπροσωπήσει περισσότερους από 45 συλλόγους και παίκτες, από τον Κριστιάνο Ρονάλντο μέχρι τον Τζόι Μπάρτον.
Το Δημόσιο Ταμείο Επενδύσεων (PIF) της Σαουδικής Αραβίας, στο οποίο ανήκει η Νιούκαστλ Γιουνάιτεντ, έχει δείξει, επίσης, μια επιθετική νομική τάση σε άλλα αθλήματα. Υπήρξε ολοκληρωτικός πόλεμος μεταξύ του LIV Golf που υποστηρίζεται από το PIF και της Ένωσης Επαγγελματιών Γκολφ της Αμερικής, αποδεικνύοντας ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι το μόνο που βλέπει τους ανατρεπτικούς παίκτες να αφήνουν το στίγμα τους μέσω δικαστικών διαφορών.
«Υπάρχουν σύλλογοι που έχουν υιοθετήσει το μοντέλο από τις ΗΠΑ, όπου οι δικηγορικές αμοιβές και οι δικηγόροι γίνονται κεντρικό θέμα και μέρος των εταιρικών τακτικών τους», λέει ο Σίνγκερ. «Διευκρινίζουν ότι τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα και πνίγουν την άλλη πλευρά αμφισβητώντας τα πάντα και «υπερβολικά με την δικηγορία». Η άλλη πλευρά αναγκάζεται να υποστεί πολύ περισσότερα έξοδα από τα αναμενόμενα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και ανεξάρτητα από την αξία των επιχειρημάτων της, η κλίμακα του κόστους καθιστά τον κίνδυνο δικαστικής διαμάχης πολύ μεγαλύτερο».
Η Premier League δεν κάνει εκπτώσεις στη νομική της εκπροσώπηση. Εχει προσλάβει κορυφαίους δικηγόρους για να ασκήσουν κριτική σε παραβατικούς συλλόγους. Αλλά η πρόσληψη τέτοιας εκπροσώπησης έχει ένα κόστος, εξ ου και αυτά τα τεράστια ετήσια δικηγορικά έξοδα των 40 εκατομμυρίων λιρών. Αυτά χρηματοδοτούνται από ένα κεντρικό ταμείο, το οποίο τροφοδοτείται από τα μεγάλα ποσά που διανέμονται στους 20 συλλόγους στο τέλος κάθε σεζόν.
Η Μάντσεστερ Σίτι αρνείται πάντα οποιαδήποτε αδικοπραγία στην υπόθεση των 115 κατηγοριών, αλλά εάν χάσει την υπόθεση, πέρα από τις άμεσες συνέπειες για την ίδια, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα «τσουνάμι» αξιώσεων από άλλους συλλόγους. Σε παλαιότερες εποχές, οι άνθρωποι δεν σκέφτονταν καν ποιον θα μπορούσαν να μηνύσουν εάν κάτι πήγαινε στραβά. Αποδέχονταν τη ζημιά, σήκωναν το χαλί και έκρυβαν τη σκόνη από κάτω. Τώρα, όμως, κανείς δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Διακυβεύονται εκατομμύρια και όλοι υπερασπίζονται με πολύ δυναμικό τρόπο το συμφέρον τους.
Η υπόθεση της Μπέρνλι εναντίον της Εβερτον, με την απόφαση να αναμένεται πριν από την αλλαγή του έτους, ενδεχομένως θα ανοίξει νέους δρόμους σε περιπτώσεις όπου ένα τρίτο μέρος επηρεάζεται αρνητικά από την παράνομη δραστηριότητα ενός εμπλεκόμενου. Η Μπέρνλι υποστηρίζει ότι υπέστη μεγάλη οικονομική ζημιά από τον υποβιβασμό της την περίοδο 2021-22 και ζητά αποζημίωση 60 εκατ. λιρών από την Εβερτον, η οποία δεν τιμωρήθηκε με αφαίρεση βαθμών την ίδια περίοδο όπου κρίθηκε ένοχη για παραβιάσεις των κανόνων Κερδοφορίας και Βιωσημότητας (Profitability and Sustainability Rules, PSR). Εάν είχε τιμωρηθεί στη χρονιά των παραβάσεων, θα είχε υποβιβαστεί εκείνη και όχι η Μπέρνλι.
Πολλά έχουν αλλάξει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο μέσα από δικαστικές αίθουσες. Η πρώτη πολύ σημαντική υπόθεση ήταν η προσφυγή του Τζορτζ Ιστχαμ κατά της Νιούκαστλ η οποία είχε αρνηθεί τη μεταγραφή του στην Αρσεναλ, βασιζόμενη στις αρχές της εξουσίας του εργοδότη. Ο Ιστχαμ επιτέθηκε νομικά στην «παλιά τάξη πραγμάτων» και παρότι πήρε τελικά τη μεταγραφή, πήγε την πρώην ομάδα του στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1964, υποστηρίζοντας ότι η τακτική των ομάδων συνιστούσε περιορισμό του εμπορίου. Δικαιώθηκε και άλλαξε έτσι ένα ξεπερασμένο σύστημα μεταγραφών, δίνοντας πλέον στους ποδοσφαιριστές μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Ακόμα μεγαλύτερη επιρροή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο είχε η δικαστική νίκη του Ζαν Μαρκ Μποσμάν, η οποία άλλαξε ριζικά το ποδόσφαιρο επιτρέποντας ουσιαστικά την ελεύθερη διακίνηση των ποδοσφαιριστών στο τέλος του συμβολαίου τους.
Το ποδόσφαιρο παραμένει μακράν το άθλημα με τα μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα. «Αν ψάξετε στην ιστοσελίδα του CAS, μπορείτε να δείτε ότι μεταξύ 1986 και 2024 υπήρξαν 2.580 αναφερόμενες υποθέσεις», λέει ο Άλιστερ ΜακΛιν και συνεχίζει: «Από αυτές, οι 1.496, δηλαδή το 58%, σχετίζονται με το ποδόσφαιρο. Το επόμενο υψηλότερο άθλημα έχει μόλις 198 υποθέσεις κι αυτό είναι ο στίβος. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά κι αυτή οφείλεται στους παγκόσμιους αριθμούς συμμετοχής της ελίτ στο ποδόσφαιρο και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που εμπλέκονται. Είναι τόσο απλό».
Ο σύγχρονος κόσμος του ποδοσφαίρου μοιάζει διαφορετικός. Τα διοικητικά όργανα αμφισβητούνται άμεσα, αντιμετωπίζοντας δικαστικές διαμάχες που έχουν ως στόχο να διαταράξουν την κατάσταση. Η FIFA, η UEFA και η Premier League, διοργανωτές των τριών μεγαλύτερων ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, αντιμετωπίζουν τακτικές προκλήσεις κατά της εξουσίας τους από διαφορετικά μέρη που θέλουν να αλλάξουν την κατεύθυνση του ταξιδιού.
«Έχουμε δει την άφιξη πολλών ανθρώπων που αμφισβητούν ανοιχτά το σύστημα επειδή προέρχονται από ένα περιβάλλον όπου αυτές οι μάχες υπάρχουν και είναι συνηθισμένες», λέει ένας κορυφαίος παράγοντας στο αγγλικό ποδόσφαιρο. «Κανείς δεν είχε πραγματικά το θάρρος να το κάνει πριν. Τώρα βλέπουμε ανθρώπους πρόθυμους να αμφισβητήσουν την εξουσία του πρωταθλήματος. Έρχονται από έξω και λένε: “Περιμένετε ένα δευτερόλεπτο, ποιοι είναι αυτοί οι τύποι για να μου πουν τι είδους συμφωνία μπορώ και δεν μπορώ να υπογράψω με τρίτο μέρος;”»
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επιρροή της νομικής βιομηχανίας έχει αυξηθεί και αυξάνεται ολοένα και περισσότερο στον αθλητισμό. Το αυξανόμενο κόστος, για τους περισσότερους, θεωρείται υποπροϊόν της ανάπτυξης του ποδοσφαίρου, αλλά δεν υπάρχει συναίνεση για το πού οδηγεί όλο αυτό. Υπάρχουν ορισμένοι παρατηρητές που θεωρούν την τρέχουσα αύξηση των νομικών υποθέσεων ως εμπόδιο. Η συμβουλή άλλων, ωστόσο, είναι να προετοιμαστούμε για περισσότερες νομικές μάχες τα επόμενα χρόνια.
Θα ήταν υπερβολικό να υπονοήσουμε ότι το μέλλον του ποδοσφαίρου θα αποφασιστεί από τους δικηγόρους, αλλά η τελευταία δεκαετία έχει δείξει μια δύναμη που τώρα γίνεται σαφής στους οπαδούς. Οι παίκτες και οι προπονητές θα είναι πάντα οι κύριοι παράγοντες των αποτελεσμάτων στο ποδόσφαιρο, αλλά οι νομικοί δεν υστερούν πια. Ο ρόλος τους στη διαμόρφωση του σκηνικού και των ισορροπιών, αρχίζει και γίνεται κυρίαρχος…

