Πέντε χρόνια μετά την εισαγωγή στη ζωή του ποδοσφαίρου του ορίου των 5 αλλαγών στη διάρκεια ενός αγώνα, έχουν ήδη ξεκινήσει οι πιέσεις για να αυξηθεί ακόμα περισσότερο ο επιτρεπόμενος αριθμός τους και να φτάσει στις 6.
Η πίεση για την αύξηση έρχεται κυρίως από την πλευρά των μεγάλων κλαμπ της Ευρώπης, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πολύ βαρύ πρόγραμμα κάθε χρονιά λόγω της συμμετοχής τους στις απαιτητικές ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά και επειδή λόγω της ποιότητάς τους, διαθέτουν πολλούς διεθνείς που φορτώνονται ακόμα περισσότερες υποχρεώσεις στην πλάτη τους σε σχέση με συναδέλφους τους άλλων ομάδων, με καθόλου ή πολύ λιγότερους διεθνείς στο ρόστερ τους.
Με πολύ πιο βαθιά τσέπη, τα πλούσια κλαμπ έχουν την άνεση να αγοράζουν αναπληρωματικούς… πολυτελείας που μπορούν να κάνουν τη διαφορά σε ένα παιχνίδι, την ώρα που οι ομάδες με περιορισμένο μπάτζετ έχουν μικρότερο φάσμα επιλογών και συνήθως δεν παίρνουν τόσο μεγάλη βοήθεια από τις αλλαγές.
Η πίεση αυτή έχει γεννήσει μια μεγάλη συζήτηση για το εάν και κατά πόσο έχει πετύχει η εισαγωγή του ορίου των 5 αλλαγών σε σχέση με τις παραδοσιακές 3 των τελευταίων δεκαετιών, ώστε με αυτή τη βάση συζήτησης να κριθεί το θέμα της 6ης που ζητούν επίμονα κάποιοι προπονητές και ομάδες.
Είναι πολύ μεγάλος ο δρόμος για να φτάσει κανείς στον αριθμό 6 από το απόλυτο μηδέν που υπήρχε μέχρι την δεκαετία του ‘60 όταν οι ομάδες δεν είχαν καν το δικαίωμα να αντικαταστήσουν ακόμα και παίκτες που αποχωρούσαν με φορείο από τον αγωνιστικό χώρο, γι’ αυτό και όσες φωνές υπάρχουν υπέρ της αύξησης, άλλες τόσες, ίσως και περισσότερες, ζητούν να μην αλλάξει κάτι και να μείνουν οι αλλαγές 5 ή ακόμα και να μειωθούν στο όριο των τριών, όπως ήταν πριν μερικά χρόνια.
Στην προσπάθειά του να διαπιστώσει εάν όντως η αύξηση του ορίου των αλλαγών από 3 σε 5 ήταν τελικά καλό για τις ομάδες, τους παίκτες και το ποδόσφαιρο γενικότερα, το The Athletic έκανε μια σχετική έρευνα και έβγαλε κάποια συμπεράσματα εστιάζοντας κυρίως στη γενική εικόνα και όχι μόνο στο συμφέρον των πιο ισχυρών (οικονομικά και αγωνιστικά) ομάδων, με τη μεγάλη δημοφιλία και τους εκατομμύρια οπαδούς.
Το συμπέρασμα αυτής της έρευνας δεν είναι ενθαρρυντικό υπέρ της αύξησης των αλλαγών από 5 σε 6. Ουσιαστικά εκτιμά ότι οι 5 αλλαγές έκαναν μεγάλη ζημιά στους παίκτες και το ποδόσφαιρο, δείχνοντας έναν δρόμο επιστροφής στο παλιό μοντέλο των 3 αλλαγών. Το σκεπτικό είναι ότι οι 3 αλλαγές κρατούσαν τους ρυθμούς πιο χαμηλά και προστάτευαν πολύ περισσότερο τους ποδοσφαιριστές που έπαιζαν για ολόκληρο το παιχνίδι, έχοντας να ανταγωνιστούν στη μισή του διάρκεια φρέσκους παίκτες που έρχονται με φόρα από τον πάγκο και άλλαζαν προς τα πάνω τον ρυθμό.
Η αύξηση του ορίου των αλλαγών αποφασίστηκε ως έκτακτο μέτρο το 2020, όταν μετά την διακοπή όλων των διοργανώσεων λόγω της πανδημίας για 3 μήνες, οι ομάδες βρήκαν μπροστά τους ένα εξοντωτικό πρόγραμμα και ήθελαν περισσότερες λύσεις για να ανταπεξέλθουν. Και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν έρχεται ένα νέο μέτρο με το χαρακτήρα του προσωρινού, παραμένει… μόνιμο ακόμα κι όταν εκλείψουν οι λόγοι που το έφεραν στη ζωή μας. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τις 5 αλλαγές. Οταν το ποδόσφαιρο επέστρεψε στην κανονικότητα μετά την πανδημία, οι αλλαγές παρέμειναν 5, χωρίς να γίνει επί της ουσίας συζήτηση για την επιστροφή στο όριο των 3 που ίσχυε εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Με βάση τους αριθμούς, οι προπονητές αξιοποιούν τη δυνατότητα των 5 αλλαγών. Για παράδειγμα, από την αρχή της περιόδου 2022-23, όταν ο κανόνας των 5 αλλαγών έγινε μόνιμος στην Premier League, οι προπονητές έχουν χρησιμοποιήσει τουλάχιστον μια τέταρτη αλλαγή στο 72% των αγώνων. Κάποιοι δεν αξιοποιούν στο έπακρο αυτή τη δυνατότητα είτε επειδή είναι ικανοποιημένοι από την εικόνα της ομάδας τους και δεν θέλουν να τη χαλάσουν, είτε επειδή θεωρούν ότι οι λύσεις από τον πάγκο τους δεν είναι τόσο ποιοτικές. Κι αυτό συμβαίνει κυρίως σε ομάδες πιο χαμηλής δυναμικότητας που δεν έχουν την πολυτέλεια να διαθέτουν τόσο πλούσιο πάγκο σε σχέση με τις ενδεκαδάτες επιλογές.
Η ιδέα των 5 αλλαγών μπήκε στη ζωή του ποδοσφαίρου με σκοπό την ελάφρυνση της σωματικής καταπόνησης των ποδοσφαιριστών από την πίεση των συνεχόμενων αγώνων, προστατεύοντας τους έτσι από τραυματισμούς και εξάντληση. Η έρευνα όμως του The Athletic αμφισβητεί το σενάριο της προστασίας των ποδοσφαιριστών και θεωρεί ότι οι 5 αλλαγές έχουν χειροτερέψει τα πράγματα. Και για να το αποδείξει αυτό, επικαλείται την μεγάλη αύξηση των τραυματισμών των παικτών από τότε που οι αλλαγές αυξήθηκαν σε 5 από 3, δίνοντας το παράδειγμα της Τότεναμ που αυτήν στην στιγμή έχει εκτός μάχης 10 τραυματίες ποδοσφαιριστές του ρόστερ της.
Φυσικά δεν μοιάζει ούτε και είναι παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι η αύξηση των αλλαγών μπορεί να προστατεύσει περισσότερο παίκτες υψηλού επιπέδου που καταπονούνται πλέον πολύ περισσότερο: το νέο σύστημα διεξαγωγής των διοργανώσεων της UEFA αυξάνει κατά πολύ τον αριθμό των αγώνων κυρίως στο Champions και το Europa League, ειδικά σε μια χρονιά που υπήρξε πρόσθετη επιβάρυνση από τη συμμετοχή πολλών κορυφαίων ευρωπαϊκών ομάδων στο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων.
Στην πραγματικότητα, όμως, το ποδόσφαιρο έχει παραβλέψει εντελώς τον αντίκτυπο της εισαγωγής των επιπλέον αλλαγών: αυξάνουν τον ρυθμό του παιχνιδιού και τις σωματικές απαιτήσεις για όσους δεν αντικαθίστανται. Είναι μια αρκετά απλή εξίσωση. Αν δεν επιτρέπονταν αλλαγές, το παιχνίδι θα έπρεπε να παιχτεί με ρυθμό που οι παίκτες θα μπορούσαν να διατηρήσουν για 90 λεπτά. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, αν επιτρέπονταν 11 αλλαγές, κάθε παίκτης θα μπορούσε να τρέχει σαν τρελός στο γήπεδο και να τα δίνει όλα για ένα μικρότερο διάστημα, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να αντικατασταθεί μόλις ερχόταν η αναπόφευκτη κούραση.
Με το νέο σύστημα, το ποδόσφαιρο έχει καταλήξει σε ένα μοντέλο όπου 10 ξεκούραστοι ποδοσφαιριστές, 5 για κάθε ομάδα, μπαίνουν στο β’ ημίχρονο και αντιμετωπίζουν άλλους 10 (εξαιρούνται οι τερματοφύλακες) οι οποίοι είναι ήδη καταπονημένοι και θα πρέπει να παίξουν για ολόκληρο το 90λεπτο. Για να ακολουθήσουν τον πιο γρήγορο ρυθμό που φέρνουν στο παιχνίδι οι 10 ξεκούραστοι παίκτες, όσοι παραμένουν ως το τέλος από την αρχική ενδεκάδα πρέπει να τρέχουν με εντάσεις που δεν τις αντέχει το κορμί τους ειδικά στους πιο απαιτητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο τραυματισμών και φυσικά πολύ μεγαλύτερη σωματική εξάντληση, που αυξάνεται συνεχώς με τον αριθμό των απανωτών αγώνων.
Οι παίκτες που έρχονται από τον πάγκο «με φρέσκα πόδια» δεν είναι το «τζόκερ» που έψαχνε με μια επιτυχημένη αλλαγή ένας προπονητής, αλλά αποτελούν πλέον ένα πιο θεμελιώδες κομμάτι του παιχνιδιού. Όπως είναι φυσικό, η αυξημένη ένταση επηρεάζει τα πράγματα και τακτικά. Η ομορφιά είναι στο μάτι του θεατή και πολλοί φίλαθλοι είναι ικανοποιημένοι βλέποντας ότι το ποδόσφαιρο παίζεται λόγω των πολλών αλλαγών σε ολοένα και υψηλότερο ρυθμό. Το παιχνίδι, όμως, γίνεται τόσο ξέφρενο που οι ταλαντούχοι (τεχνικά) παίκτες δεν έχουν επιπλέον μισό δευτερόλεπτο να κρατήσουν την μπάλα στα πόδια τους ούτε συχνά λίγα μέτρα παραπάνω χώρου. Η πρόκληση, όπως πάντα στο ποδόσφαιρο, είναι να επιδείξουν την ικανότητά τους στο πλαίσιο ενός υψηλού ρυθμού που γίνεται όμως ακόμα πιο υψηλός λόγω του παράλογα μεγάλου αριθμού των αλλαγών.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το εφετινό επίπεδο της Premier League είναι αξιοσημείωτα απογοητευτικό γιατί οι ομάδες φαίνεται ότι αναζητούν αλλού, κυρίως στις στατικές φάσεις, τη δημιουργικότητα που οι κορυφαίοι παίκτες τους αδυνατούν να δώσουν σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, γιατί δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν έως το τέλος τον έντονο ρυθμό που δίνουν στο παιχνίδι οι 10 παίκτες που μπαίνουν με «φρέσκα πόδια». Επιπλέον, η αύξηση του αριθμού των αλλαγών σίγουρα ωφελεί τους πλουσιότερους συλλόγους. Καταρχάς, έχουν την οικονομική δυνατότητα να ρίχνουν στο παιχνίδι 5 αντί 3 κορυφαίους αντικαταστάτες και να «πνίγουν» τους πιο αδύναμους συλλόγους που δεν έχουν τέτοια άνεση. Με πιο αυστηρούς όρους, το ζήτημα δεν είναι απλώς η ποιότητα, αλλά η ποιότητα σε σύγκριση με τον παίκτη που αντικαθίσταται.
Με αυτά τα δεδομένα, η Άρσεναλ για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τον σημαντικό προϋπολογισμό της για να χτίσει μια ομάδα που θα αγωνίζεται σε πολλαπλές διοργανώσεις και κατά συνέπεια έχει δύναμη σε βάθος. Ευνοείται έτσι πολύ περισσότερο από τον κανόνα των 5 αλλαγών σε σχέση π.χ με την Μπέρνλι. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η προοπτική περαιτέρω αύξησης του ορίου των αλλαγών από 5 σε 6 έχει τεθεί από τους μεγάλους συλλόγους ειδικότερα. Οι παραπάνω αλλαγές ευνοούν και με έναν άλλο τρόπο τις πιο πλούσιες ομάδες. Εχοντας ποιότητα που αυξάνει τον εσωτερικό ανταγωνισμό, χρησιμοποιούν τώρα 16 και όχι 14 παίκτες σε κάθε παιχνίδι, γεγονός που περιορίζει τη δυσαρέσκεια όσων δεν παίζουν και δημιουργεί μια πιο ισορροπημένη κατάσταση στα αποδυτήρια.
Αυτή η μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογών αρέσει σε πολλούς προπονητές, όπως τον Πεπ Γκουαρδιόλα που θέλει απεριόριστο αριθμό παικτών στον πάγκο, ώστε να νιώσουν περισσότεροι ποδοσφαιριστές ότι εμπλέκονται στη διαδικασία του αγώνα: «Θα ήθελα πολύ η Πρέμιερ Λιγκ να πει: “Μπορείτε να επιτρέψετε στον πάγκο τους παίκτες που θέλετε”. Θα μου άρεσε πολύ γιατί όλοι μπορούν να παίξουν και θα υπήρχαν πολύ περισσότερες εναλλακτικές λύσεις». Η απάντηση όμως σ’ αυτήν την οπτική, είναι ότι θα ήταν καλύτερο για το ποδόσφαιρο συνολικά εάν αν οι παίκτες που βρίσκονται στο περιθώριο και παίζουν ελάχιστα στα μεγάλα κλαμπ, πήγαιναν σε ομάδες όπου θα ήταν πρωταγωνιστές και θα ξεκινούσαν τους αγώνες.
Η εποχή των πέντε αλλαγών πιθανότατα έχει δυσκολέψει την επιβίωση των ομάδων που κερδίζουν την άνοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι 6 ομάδες που ανέβηκαν στα τελευταία δύο χρόνια στην Premier League υποβιβάστηκαν και οι 6 αμέσως, από την πρώτη τους χρονιά. Καμία δεν άντεξε τον ρυθμό της κατηγορίας. Η Ίπσουιτς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με βάση τα αποτελέσματα που είχε στο α’ ημίχρονο των αγώνων της, θα τερμάτιζε 17η και θα είχε παραμείνει στην Premier League. Επειδή όμως δεν διέθετε την απαιτούμενη ποιότητα στον πάγκο της για να αξιοποιήσει πλήρως τις 5 αλλαγές, με τα αποτελέσματα του β’ ημιχρόνου πήρε την 20η θέση και υποβιβάστηκε. Οι πιο ισχυρές οικονομικά ομάδες δεν έχουν τέτοια προβλήματα και εκμεταλλεύονται το βάθος του πάγκου τους για να κυριαρχούν πιο εύκολα στο β’ ημίχρονο και να παίρνουν καλύτερα αποτελέσματα.
Υπάρχει, βέβαια, μια διαφορετική οπτική που την ενστερνίζονται κυρίως οι παραδοσιακοί φίλαθλοι. Όντως το ποδόσφαιρο είναι σε κάποιο επίπεδο μια δοκιμασία ατομικής αντοχής και προσαρμοστικότητας, άρα οι ομάδες είναι υποχρεωμένες να έχουν καλούς αναπληρωματικούς για να αντικαταστήσουν τραυματισμένους και κουρασμένους παίκτες, αλλάζοντας προς το καλύτερο τη δική τους αγωνιστική εικόνα. Η άλλη όψη του νομίσματος λέει ότι οι 3 αλλαγές θα μπορούσαν να προσφέρουν στις μικρές ομάδες μια καλύτερη ισορροπία και να είναι πιο ανταγωνιστικές απέναντι στα μεγάλα κλαμπ. Γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι του ποδοσφαίρου εκτιμούν ότι η αύξηση του αριθμού των αλλαγών πιθανότατα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που είχε προβλεφθεί. Όπως λένε, είναι σαν να ρίχνεις ένα ποτήρι νερό σε ένα τηγάνι γεμάτο με πατάτες και καυτό λάδι. Αντί να σβήσει η φωτιά, φουντώνει ξαφνικά και κατακαίει τα πάντα…

