Οταν ο Αλεξ Σκοτ μπήκε ως αλλαγή σ’ έναν αγώνα της Γκέρνζι απέναντι στη Φοίνιξ Σπορτς, εκείνο το μουντό απόγευμα του 2019, οι θεατές που παρακολουθούσαν από την ξύλινη κερκίδα δεν ξεπερνούσαν τους 55.
Ηταν ένα ματς για τα χαμηλά ερασιτεχνικά στρώματα του αγγλικού ποδοσφαίρου, που παίζεται μπροστά σε ελάχιστους «πιστούς» που πηγαίνουν περισσότερο να πιουν μια μπύρα βλέποντας φίλους και συγγενείς να αγωνίζονται. Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πως ο πιτσιρικάς με το κοντό μαλλί και τις κατεβασμένες κάλτσες θα έφτανε λίγα χρόνια αργότερα να φοράει τη φανέλα με τα τρία λιοντάρια στο στήθος. Ο προπονητής του, ο Τόνι Βανς, είχε ψιθυρίσει τότε στους δημοσιογράφους του τοπικού ραδιοφώνου: «Αυτό το παιδί έχει κάτι παραπάνω. Θα δείτε». Ηταν μια δήλωση που με τον καιρό φάνηκε σχεδόν προφητική.
Σήμερα, στα 22 του, ο Αλεξ Σκοτ είναι βασικός μέσος της Μπόρνμουθ, έχει στο ενεργητικό του πάνω από εκατό επαγγελματικές συμμετοχές και πλέον κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα της Αγγλίας. Η πορεία του, από τη νησιωτική καθημερινότητα ως την Premier League, μοιάζει με επιστροφή σε μια πιο ρομαντική εποχή του ποδοσφαίρου, εκεί όπου η ταπεινότητα, η πίστη και η σκληρή δουλειά έφερναν αποτελέσματα.
Ένα παιδί που μεγάλωσε ανάμεσα σε κύματα και γήπεδα
Το Γκέρνζι, το μικρό νησί της Μάγχης, είναι περισσότερο γνωστό για τα ήσυχα λιμάνια και τα πέτρινα δρομάκια της παρά για την παραγωγή ταλέντων. Ο Σκοτ μεγάλωσε εκεί, παίζοντας με μια μπάλα στα σοκάκια ή σε παραλίες όπου ο άνεμος σε αναγκάζει να κοντρολάρεις καλύτερα απ’ ό,τι θα σε μάθαινε οποιαδήποτε ακαδημία. Από μικρός είχε όνειρα που έμοιαζαν υπερβολικά για έναν νησιώτη. Στα οκτώ του, η Σαουθάμπτον τον εντόπισε και τον ενέταξε στις ακαδημίες της. Κάθε Παρασκευή έφευγε νωρίτερα από το σχολείο, έπαιρνε το αεροπλάνο και πετούσε στη νότια Αγγλία. Μια διαδικασία σχεδον βασανιστική για ενα παιδί, για λίγες ώρες προπόνησης και έναν αγώνα το Σαββατοκύριακο. Το πρόγραμμα, σκληρό και η ζωή του μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους.
«Ήταν εξαντλητικό», έχει πει. «Εχανα γενέθλια φίλων, οικογενειακές στιγμές, παιδικά Σαββατοκύριακα. Όταν με άφησε ελεύθερη η Σαουθάμπτον, ένιωσα σχεδόν ανακούφιση».
Η Μπόρνμουθ ήταν αυτή που θέλησε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, όμως ο μικρός Αλεξ αποφάσισε να πατήσει φρένο. Να μείνει σπίτι. Να ξαναβρεί, όπως λέει, «λίγο από την κανονικότητα». Επαιξε ξανά για την τοπική Γκέρνζι, χωρίς πίεση, χωρίς ακαδημαϊκές απαιτήσεις. «Το να ξαναβρώ την αυτοπεποίθησή μου εκεί ήταν καθοριστικό», θυμάται. Κι έτσι, από την ήρεμη ρουτίνα ενός νησιωτικού ερασιτεχνικού συλλόγου, ήρθε το πρώτο μεγάλο βήμα.
Το ντεμπούτο που ξύπνησε όλο το νησί
Ηταν 16 ετών όταν ο προπονητής του, Τόνι Βανς, αποφάσισε να του δώσει την ευκαιρία. Ενα ματς Ιανουαρίου με πολύ κρύο και ομίχλη. «Δεν κοιμόμουν τα βράδια», θα πει αργότερα ο προπονητής. «Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς να τον χωρέσω στην ομάδα. Ηταν τόσο καλός». Ο πιτσιρικάς πέρασε στον αγώνα στο 57ο λεπτό. Μέσα σε ελάχιστες ποδοσφαιρικές στιγμές, το κοινό -όσο μικρό κι αν ήταν- κατάλαβε πως έβλεπε κάτι διαφορετικό. Ο τρόπος που κοντρολάριζε, η σιγουριά στις κινήσεις του, η ωριμότητα πέρα από την ηλικία του. Από εκείνη την ημέρα, η φήμη του στο νησί μεγάλωσε σχεδόν μυθικά. Δεν ήταν απλώς ένα παιδί με ταλέντο, αλλά ήταν το δικό τους παιδί, το καμάρι του Γκέρνζι.
Το τηλέφωνο από το Μπρίστολ
Η ιστορία του ταξίδεψε πέρα από το νησί του. Η Μπρίστολ Σίτι, ομάδα της Championship, παρακολουθούσε διακριτικά. Ο ιδιοκτήτης της, Στιβ Λάνσνταουν -που τυχαίνει να έχει σπίτι στο Γκέρνζι- δεν άργησε να δώσει το πράσινο φως για ένα δοκιμαστικό. Ο Σκοτ θυμάται εκείνη την εβδομάδα σαν «χάος»: «Την πρώτη μέρα προπονήθηκα με την Κ-18, τη δεύτερη με την πρώτη ομάδα, μετά πέταξα στο Λονδίνο να παίξω για τη Γκέρνζι και δύο μέρες μετά έπαιξα με τη Μπρίστολ Σίτι Κ-18 και έβαλα χατ-τρικ. Από εκεί και πέρα ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα υπογράψω».
Κι έτσι έγινε. Σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Στη Μπρίστολ Σίτι είδαν έναν ποδοσφαιριστή διαφορετικό: έξυπνο, τακτικά ώριμο, με αίσθηση ρυθμού και ψυχραιμία που δεν συναντάς εύκολα σε νεαρούς Άγγλους παίκτες.
Από τότε, η πορεία του δεν είχε επιστροφή. Επαιξε σε 83 αγώνες πριν κλείσει τα 20, άλλοτε ως πλάγιος μπακ, άλλοτε ως δημιουργικό δεκάρι, ένας παίκτης που μπορούσε να αγωνιστεί παντού και φαινόταν πάντα άνετος. Με το στιλ του -τις κατεβασμένες κάλτσες, το χαμηλό κέντρο βάρους, τη χαλαρή σιγουριά- απέκτησε το παρατσούκλι «ο Γκρίλις της Γκέρνζι». Οχι άδικα.
Το άλμα των 25 εκατομμυρίων
Στο τέλος της σεζόν 2022-23, ο Σκοτ κατέκτησε το βραβείο του Νέου Παίκτη της Χρονιάς στην Championship, μπήκε στην Ομάδα της Χρονιάς και ψηφίστηκε παίκτης της χρονιάς στη Μπρίστολ. Ο προπονητής του, Νάιτζελ Πίρσον, είχε δηλώσει: «Δεν έχω καμία αμφιβολία πως θα παίξει στην εθνική Αγγλίας. Είναι από τα παιδιά που φτάνουν ως την κορυφή». Λίγους μήνες αργότερα, η πρόβλεψη άρχισε να παίρνει μορφή: η Μπόρνμουθ τον απέκτησε για 25 εκατομμύρια λίρες. Ενα παιδί που πριν λίγα χρόνια έπαιζε μπροστά σε 55 ανθρώπους, τώρα κόστιζε περισσότερο απ’ ό,τι ολόκληρος ο ετήσιος προϋπολογισμός του νησιού του.
Η πρώτη χρονιά δεν κύλησε ονειρικά. Τραυματισμός στο γόνατο, χαμένα παιχνίδια, αμφιβολίες. Ο Σκοτ δεν λύγισε, καθώς το χαμόγελο και η ηρεμία του έμειναν ίδια. «Επρεπε να μάθω να κάνω υπομονή», έχει πει. «Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ανηφόρα. Κάποιες φορές σταματάς, ξανασηκώνεσαι και συνεχίζεις».
Τη δεύτερη χρονιά, άλλος τραυματισμός και ακόμη ένα χειρουργείο στο γόνατο, τέσσερις μήνες εκτός. Και όταν όλα έδειχναν πως το 2025 θα είναι χαμένη χρονιά, ήρθε η δικαίωση.
Η Ευρώπη, η εθνική και η ωριμότητα
Το τηλεφώνημα από την Αγγλία Κ-21 ήρθε απρόσμενα. Ο Σκοτ, μόλις είχε αρχίσει να προπονείται ξανά, έβαλε τα δυνατά του για να προλάβει. Όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά έγινε βασικός στα πέντε από τα έξι ματς του Euro Κ-21 στη Σλοβακία. Μαζί με τον Έλιοτ Άντερσον σχημάτισαν ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δίδυμα του τουρνουά. Η Αγγλία κατέκτησε το τρόπαιο, και ο Σκοτ γύρισε με ένα μετάλλιο και κυρίως με την αίσθηση πως ανήκει εκεί. «Ήταν σαν να ζούσα ένα όνειρο που δεν είχα καν τολμήσει να ονειρευτώ», είπε μετά τον τελικό.
Η φετινή σεζόν τον βρίσκει ξανά βασικό στη Μπόρνμουθ. Ο Αντόνι Ιραόλα τον εμπιστεύεται απόλυτα, κι εκείνος ανταποδίδει με ωριμότητα και συνέπεια. Τα «Κεράσια» είναι στην 5η θέση της βαθμολογίας και το όνομά του φιγουράρει πλέον δίπλα σε εκείνα παικτών όπως ο Μπέλινγχαμ και ο Φόντεν.
Ο Αλεξ Σκοτ παραμένει, παρ’ όλα αυτά, απλός. Οι φίλοι του λένε πως δεν έχει αλλάξει. Ακόμα του αρέσει να επιστρέφει στη Γκέρνζι, να περπατάει στο λιμάνι, να παίζει ποδόσφαιρο στην παραλία με τα παιδιά που κάποτε ήταν οι συμπαίκτες του. «Αν με ρωτούσες τότε, θα σου έλεγα πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να παίξω επαγγελματικά, πόσο μάλλον στην Premier League», είπε πρόσφατα. «Αλλά η ζωή έχει περίεργους τρόπους να σε δοκιμάζει».
Τώρα, το επόμενο όνειρο είναι ξεκάθαρο. «Το να παίξω με την εθνική ανδρών θα είναι η πιο περήφανη στιγμή της ζωής μου. Εξαρτάται από μένα, να συνεχίσω να βελτιώνομαι, να απολαμβάνω το παιχνίδι και να δείξω στον προπονητή ότι μπορώ να σταθώ εκεί».
Από το μικρό νησί της Μάγχης ως τα γήπεδα της Premier League, ο Αλεξ Σκοτ είναι η ζωντανή απόδειξη ότι στο ποδόσφαιρο -και στη ζωή- καμιά διαδρομή δεν είναι πολύ μικρή για να ονειρευτείς μεγάλο.

