Η 27η Οκτωβρίου 1940, ήταν μια ηλιόλουστη γλυκιά Κυριακή. Λίγες ώρες πριν το τελεσίγραφο του Ιταλού πρεσβευτή Μανουέλε Γκράτσι στις 3 τα ξημερώματα της 28ης, στην Ελλάδα παιζόταν ποδόσφαιρο. Στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Θεσσαλονίκη, σε μικρότερες πόλεις. Αλλά και ο υπόλοιπος αθλητισμός ήταν ζωντανός. Υποστηριζόταν από τον ΣΕΓΑΣ, την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, τις Ομοσπονδίες και τα σωματεία της χώρας. Παρά τις ιταλικές προβοκάτσιες και το «φούντωμα» του πολέμου ανάμεσα στην Γερμανία και την Αγγλία, λίγοι περίμεναν πως η Ελλάδα θα γίνει στόχος και θα εμπλακεί άμεσα. Με το χάραμα έπεσε γκρίζο. Οι ώρες άρχισαν να μετράνε αλλιώτικα και να «σφάζουν» σαν κοφτερά μαχαίρια. Όλα γύρισαν στο μηδέν.
Ταυτόχρονα με τη στρατιωτική επιστράτευση κηρυσσόταν και η πνευματική, με την εμψύχωση των Ελλήνων αθλητών να αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του καθεστώτος. Οι κατευθύνσεις που δόθηκαν από την Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με την «Διεύθυνση Πνευματικής Διαφωτίσεως» του υφυπουργείου Τύπου ήταν οι αθλητικές δυνάμεις, να συμβάλουν στον αγώνα της πατρίδας κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην σύσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και του πρωθυπουργού Ι. Μεταξά.
Μια επί τις επιστολές που σώζεται μέχρι σήμερα είναι αυτή του προέδρου του ΣΕΓΑΣ Μιχάλη Ρινόπουλου η οποία ανέφερε:
«Σε μας τους Έλληνας έλαχε ο κλήρος ν’ αποδείξουμε σ’ όλο τον κόσμο πως ένα μικρό και ίσως φτωχό κράτος, μπορεί να τα βγάλει πέρα με μια μεγάλη δύναμις. Όταν ο λαός του δεν ανέχεται να εξευτελίζεται, όταν ο λαός του έχει κρυμμένα στα βάθη της ψυχής του εκείνους τους θησαυρούς που εδόξασαν έναν Αχιλλέα, έναν Κολοκοτρώνη, μία Μπουμπουλίνα… Παιδιά, μία είναι η ευχή μας και η ευχή όλων των Ελλήνων, των πατεράδων, των μητέρων, των παιδιών σας, των αδελφών σας, των κοριτσιών σας, ΣΤΗ ΝΙΚΗ»!
Το «πρώτο αίμα» του Βατίκη
Οι Έλληνες αθλητές μπήκαν στα τρένα με τους υπόλοιπους Έλληνες διασκορπίστηκαν στα σημεία της μάχης και οι ιστορίες τους έγιναν άσβεστο φως αυταπάρνησης και γενναιότητας.
Ο πρώτος που «έπεσε» ήταν ο 22χρονος αριστερός μπακ του ΠΑΟΚ Γιώργος Βατίκης. Είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή Εφέδρων της Σύρου και έφυγε απευθείας για το μέτωπο με την κήρυξη του πολέμου.
Στις 17 Νοεμβρίου 1940, η μονάδα πυροβολικού 573 ενίσχυσε το 27ο Σύνταγμα Κοζάνης με διοικητή της πυροβολαρχίας τον ανθυπασπιστή Γιώργο Βατίκη. Για πολλές ημέρες δόθηκε σκληρή μάχη για την κατάληψη του υψώματος 1878, κομβικό για τον έλεγχο της Κορυτσάς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο νεαρός ανθυπασπιστής κατέστρεψε δύο θέσεις άμυνας των Ιταλών στήνοντας στην κορυφή του υψώματος το πυροβόλο του.
Ο ίδιος και οι δέκα άνδρες του πολέμησαν λυσσαλέα αλλά δεν άντεξαν. Λίγο πριν πέσει η νύχτα έφτασαν οι ενισχύσεις. Ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Κολόμβας βρήκε τον Βατίκη νεκρό πάνω στο πυροβόλο, όπου είχε μείνει τελευταίος να σφυροκοπά τους Ιταλούς, με γαζωμένο στήθος. Η θυσία του Βατίκη, είχε ανοίξει τον δρόμο προς την Κορυτσά.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Βατίκης πήρε μετά θάνατον τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και του απονεμήθηκε το Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας όπως και το Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης της Πατρίδας.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Ιανουαρίου 1941 σκοτώθηκε στο μέτωπο ένας ακόμα ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ. Ο τερματοφύλακας Νίκος Σωτηριάδης. Ήταν λοχίας στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού και σε έφοδο στο ύψωμα της Τσέροβας στην Κλεισούρα χτυπήθηκε από ριπή στο στήθος. Τρεις εβδομάδες πριν σκοτωθεί από ιταλικά πυρά, είχε στείλει το τελευταίο γράμμα στη μάνα του, την αδελφή του και την αρραβωνιαστικιά του, Μάρω Οικονόμου.
Ο Πιερράκος και το μοιραίο γράμμα
Ένας από τους σταρ του ελληνικού ποδοσφαίρου της εποχής εκείνης ήταν ο Μίμης Πιερράκος του Παναθηναϊκού. Γεννημένος το 1909 στο Γύθειο αλλά κάτοικος Αθήνας από το 1912 μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του, αποτέλεσε βασικό στέλεχος του Παναθηναϊκού τη δεκαετία του ’30, ενώ αγωνίστηκε για τρία χρόνια στην Κύπρο και την Ανόρθωση. Ο Πιερράκος είχε το παρατσούκλι «Μπρακ» και υπήρξε μέλος της Εθνικής Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της σύστασής της.
Σε ηλικία 31 ετών έφυγε κατευθείαν για το μέτωπο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος υπηρετώντας ως ασυρματιστής. Τον Νοέμβριο συνέλαβε έναν Ιταλό αλεξιπτωτιστή σε μια πράξη ανδρείας. Στη Διποταμιά της Βορείου Ηπείρου, όπου ο Πιερράκος έγραφε μια επιστολή στον αδερφό του Στέφανο, η μονάδα του δέχθηκε πυρά από το ιταλικό πυροβολικό. Ο Πιερράκος «απορροφημένος» στο γράμμα, δεν καλύφθηκε και σκοτώθηκε από θραύσμα οβίδας.
Μαζί με άλλους Έλληνες νεκρούς στρατιώτες, ο Πιερράκος θάφτηκε σε νεκροταφείο της Αλβανίας. Μετά τον πόλεμο, ο αδερφός του Στέφανος με τη βοήθεια του έφεδρου λοχία Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, ο οποίος υπηρετούσε με τον Μίμη Πιερράκο, μετέβη στην Αλβανία και εντόπισε τον τάφο. Το 1950 τα οστά του επέστρεψαν στην Αθήνα, τυλιγμένα με την ελληνική σημαία και με αυτή του Παναθηναϊκού. Ενταφιάστηκαν με τιμές στο νεκροταφείο Ζωγράφου.
Ο ηρωισμός του Πιερράκου, δεν έγκειται μόνο στον θάνατο του στο μέτωπο. Αλλωστε ο ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να μην είχε μεταβεί αφού δεν είχε κληθεί η κλάση του. Δεν το σκέφτηκε, όμως, λεπτό. Μάλιστα, ο αδερφός του κράτησε κρυφό τον θάνατό του από τη μητέρα τους για χρόνια, λέγοντάς της πως ο Μίμης είναι αγνοούμενος.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας ακόμα ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και φίλος του Μίμη Πιερράκου, ακρωτηριάστηκε από τραυματισμό του κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944. Ο Σπύρος Υποφάντης έχασε το αριστερό του πόδι. Ο σύλλογος για πολλά χρόνια τον στήριξε, δίνοντάς του επίδομα αλλά και θέση εργασίας ως επιστάτης στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Οι δοξασμένοι δρομείς
Στο Τεπελένι πληγώθηκε βαριά στο πόδι ο Αλέκος Χατζησταυρούδης, ο οποίος έδωσε μάχη μέχρι να αποθεραπευτεί και να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του στον Ολυμπιακό. Στο Πόγραδετς, τραυματίστηκε σοβαρά ο ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Κώστας Βαλαβάνης, από όλμο που έσκασε μπροστά του. Το ίδιο και ο δρομέας Νίκος Καψοκέφαλος. «Τώρα τα ματωμένα πόδια μου με κρατούν δεμένο στο κρεβάτι και ίσως μου εμποδίσουν την αθλητική προσπάθεια. Δεν πειράζει όμως γιατί αγωνίσθηκαν τον πιο όμορφο και δοξασμένο αγώνα για την πατρίδα και την λευτεριά», έγραφε τραυματίας.
Ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων Αθανάσιος Ραγάζος του Γυμναστικού Συλλόγου Αλμυρού Βόλου ο σημείωνε πως «φοβούμαι ότι οι αντίπαλοί μας με ενίκησαν εις τον δρόμον, φεύγοντες»! Ενώ στις 2 Απριλίου 1941 από το μέτωπο που υπηρετούσε ως στρατιώτης του Γ’ Υγειονομικού Όρχου ο Δημήτριος Βελαρίδης ζητούσε «εάν είναι δυνατόν να μας αποστείλετε μία μπάλα και δίχτυ βόλεϊ κατά τας ώρας της αναπαύσεώς μας ασχολούμεθα και με την ψυχαγωγία μας»!
Ο δρομέας του Ορφέα Ξάνθης, Κώστας Τριανταφυλλίδης, είχε διακριθεί στα 400μ. και στα 800μ. και ήταν γιατρός. Επιχειρούσε ορεινό χειρουργείο την ώρα που σκοτώθηκε. Ο κολυμβητής του Πανελληνίου Ιωάννης Κατροδαύλης, σκοτώθηκε στο Καλπάκι την ώρα που επιχειρούσε στη ζεύξη μιας μικρής γέφυρας. Ο ταγματάρχης Πυροβολικού, Ιωάννης Παπαρόδου ήταν ορειβάτης – χιονοδρομέας και πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη της 15ης Απριλίου 1941 στην Κορησό κι έχασε κι αυτός τη ζωή του στο μέτωπο. Πεσόντες ήταν κι ο παλαιστής Α. Βαρθολομαίος, ο τενίστας Γ. Σιφναίος, ο γυμναστής Σ. Ντινόπουλος ο πυγμάχος Βενιέρης, οπλομάχος ο Φαβιέρος Κωνσταντινίδης και δεκάδες άλλα ονόματα ηρώων…
Ο μέγας σαμποτέρ Ιβάνωφ
Ένας ακόμη ήρωας του πολέμου, ήταν ο Γεώργιος Σαϊνόβιτς-Ιβάνωφ. Γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1911 και στη Θεσσαλονίκη πήγε το 1926 με την Πολωνή μητέρα του και τον Έλληνα, Ιωάννη Λαμπριανίδη, δεύτερο σύζυγό της. Ως αθλητής του Ηρακλή, πήρε νίκες τόσο στους εσωτερικούς όσο και σε διεθνείς αθλητικούς κολυμβητικούς αγώνες και το όνομα του έγινε γνωστό στο Πανελλήνιο «βαφτίζοντας» και το κλειστό γυμναστήριο Ιβανώφειο. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σαμποτέρ των Συμμάχων, εκπαιδεύτηκε στη Σχολή των Μυστικών Πρακτόρων της S.O.E. στη Μέση Ανατολή και του ανατέθηκε η αποστολή να συντονίσει την δράση των διαφόρων αντιστασιακών κινήσεων, οργανώνοντας παράλληλα το δίκτυο πληροφοριών και τις δολιοφθορές στην Ελλάδα. Σε συνεργασία με τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, τελειοποιήθηκε στο σαμποτάζ και ήρθε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 1941 με το βρετανικό υποβρύχιο «Thunderbolt». έχοντας το κωδικό όνομα «Μπόλμπυ».
Στις 18 Δεκεμβρίου, ύστερα από προδοσία, συνελήφθη από τους ναζί, αλλά κατάφερε να αποδράσει, παριστάνοντας τον τρελό. Τότε, οδηγήθηκε στο «Αιγινήτειο» για παρακολούθηση και με την βοήθεια του ιδρυτή του Παναθηναϊκού, Γιώργου Καλαφάτη, αλλά και του Δημήτρη Γιαννάτου, του τμήματος μπάσκετ των «πράσινων», φυγαδεύτηκε, ενώ οι Γερμανοί έδιναν 500.000 δραχμές σε όποιον τον έβρισκε και τον παρέδιδε. Τελικά πιάστηκε ύστερα από την προδοσία του Παντελή Λαμπρινόπουλου, ο οποίος εισέπραξε 2.000.000 δραχμές. Μαζί του ήταν και άλλοι, ανάμεσά τους και ο Μιχάλης Παπάζογλου, ο οποίος ήταν εμπνευστής του εμβλήματος του Παναθηναϊκού, αλλά συνάμα παίκτης και παράγοντας του συλλόγου. «Ζήτω η Πολωνία, ζήτω η Ελλάδα», φώναξε λίγο πριν ξεψυχήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, τον είχε επισκεφτεί λίγο πριν την εκτέλεση του και οδηγούμενος μαζί με τους υπόλοιπους καταδικασθέντες στην Καισαριανή, προσπάθησε να αποδράσει. Οι Γερμανοί τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν στον ώμο, για να φύγει τελικά από την ζωή με το κεφάλι όρθιο και δίχως να έχει σκύψει ποτέ το κεφάλι.
Για τους Πολωνούς είναι εθνικός ήρωας, υπάρχουν ανδριάντες προς τιμήν του, όπως βέβαια και στην οδό Λαγκαδά στην Θεσσαλονίκη.
Εκτελέστηκε με την «ερυθρόλευκη» φανέλα
Στις 27 Οκτωβρίου 1940, έγιναν οι τελευταίοι ποδοσφαιρικοί αγώνες πριν την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αθήνα νίκησε 6-0 τον Βόλο, ενώ ο Πειραιάς θα επικρατήσει 3-1 της Πάτρας στην Αχαΐα. Σε αυτή την αναμέτρηση ένα από τα τρία γκολ των νικητών είχε πετύχει ο Νίκος Γόδας. Ένας ποδοσφαιριστής που έμελλε να γράψει ξεχωριστή ιστορία με την αντιστασιακή του δράση. Σε ηλικία 19 ετών έφυγε για το μέτωπο με την έναρξη του πολέμου και επέστρεψε στον Πειραιά το 1941 όταν πια οι Γερμανοί είχαν εδραιώσει την κατοχή τους στην Ελλάδα και εντάσσεται στον αγαπημένο του Ολυμπιακό, αλλά όχι μόνο…
Ήταν ήδη μέλος του ΚΚΕ και εντάχθηκε και στον ΕΛΑΣ. Ήταν μαχητής του 5ου Λόχου στην Κοκκινιά και μέχρι το 1944 είχε προαχθεί σε λοχαγό.
Στη διάρκεια της αντίστασης πολέμησε Γερμανούς και δωσίλογους, ενώ έλαβε μέρος και σε μάχες του εμφυλίου πολέμου. Κατά την εκκένωση της Αθήνας από τους Γερμανούς, έλαβε μέρος στην περιβόητη μάχη της Ηλεκτρικής Εταιρίας στον Πειραιά ενώ στα Δεκεμβριανά συγκρούστηκε με Βρετανούς στη Δραπετσώνα, τον Προφήτη Ηλία και το νεκροταφείο της Ανάστασης. Η μονάδα του είχε μεγάλες απώλειες κι έτσι κατέφυγε αρχικά στη Λαμία και στη συνέχεια στο Βελούχι.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, επέστρεψε στον Πειραιά καταβεβλημένος από μια πνευμονία που τον ταλαιπωρούσε. Ο αστικός μύθος θέλει έναν γείτονά του να τον καταδίδει, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ως κομμουνιστής. Αρχικά οδηγήθηκε στις φυλακές Αίγινας, όπου έπαιζε ποδόσφαιρο με την ομάδα των φυλακισμένων, ακολούθησαν οι φυλακές Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και εν τέλει αυτές της Κέρκυρας.
Στις φυλακές των θανατοποινιτών παρέμεινε τρία χρόνια. Εκεί αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετάνοιας για τα πολιτικά του φρονήματα, με αποτέλεσμα η ποινή της εκτέλεσης να μην αρθεί ποτέ. Λέγεται πως εκτελέστηκε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, κατόπιν δικής του εκδήλωσης ότι αυτή ήταν η τελευταία του επιθυμία.
«Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή», φέρεται να είπε πριν το τέλος.
Το τελευταίο σπριντ του Κοντούλη
Λίγο πριν τον πόλεμο, η ΑΕΚ είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια (1939-40), δείχνοντας ότι θα κυριαρχούσε και τις επόμενες σεζόν. Οι εχθροπραξίες όμως διέκοψαν την πορεία της. Από τα σπουδαιότερα μέλη της ήταν ο Σπύρος Κοντούλης, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1915 στον Πειραιά. Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 16 ετών στην Άμυνα Κοκκινιάς, το 1935 μεταπήδησε στην Ενωση ενώ υπήρξε 3 φορές διεθνής με την Εθνική Ελλάδας, στους τελευταίους αγώνες του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος προπολεμικά.
Ο Κοντούλης ήταν από τους καλύτερους μπαλαδόρους της εποχής. Κεντρικό χαφ με σπάνια τεχνική κατάρτιση, εξαιρετική ικανότητα στο ένας εναντίον ενός, και δυνατό σουτ.
Στο μέτωπο τραυματίστηκε στο πόδι. Έγινε καλά, η μοίρα όμως του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Στη διάρκεια της Κατοχής, τον Απρίλιο του 1944 συνελήφθη από τις ναζιστικές μυστικές υπηρεσίες αφού επισκέφθηκε τη μητέρα του στη Νίκαια. Τρία χρόνια κράτησε η αντιστασιακή του δράση και για καιρό διέμενε κοντά στον Λυκαβηττό, σε σπίτι που του είχε παραχωρήσει ο παράγοντας της ΑΕΚ Σπύρος Σκούρας, για να είναι πιο ασφαλής.
Στις 24 Απριλίου 1944, πιάστηκε και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου βρήκε τον αδελφό του Βασίλη, ο οποίος εκτελέστηκε λίγο αργότερα, καθώς και τον συμπαίκτη του στην ΑΕΚ, Κώστα Χριστοδούλου, ο οποίος βασανίστηκε.
Στα μέσα Ιουνίου του 1944, μετά από δύο μήνες φυλάκισης, οι Γερμανοί αποφάσισαν να τον μεταφέρουν με φορτηγό, μαζί με άλλους κρατούμενους, στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, για να εκτελεστεί. Στον δρόμο στην περιοχή του Μετς πήδηξε από το φορτηγό τρέχοντας προς την ελευθερία. Οι μαρτυρίες λένε ότι παρά το τραυματισμένο πόδι και την ταλαιπωρία της φυλακής έκανε το σπριντ της ζωής του, δυσκολεύοντας τους Γερμανούς. Όμως, έφτασαν σε απόσταση βολής, ρίχνοντάς του πισώπλατα πυρά με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός σε ηλικία 29 ετών.
Τα φιλανθρωπικά φιλικά και το ντέρμπι διαδήλωση
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το πρωτάθλημα της σεζόν 1940-1941 ματαιώθηκε. Τα γήπεδα λειτούργησαν ως νοσοκομεία και αποθήκες, ενώ οι ομάδες έπαιζαν μόνο φιλικά παιχνίδια. Στην Κατοχή, το πρώτο ματς έγινε την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 1941, στην έδρα του Παναθηναϊκού, μεταξύ ΠΑΟ και ΑΕΚ. Ο αγώνας διήρκεσε λιγότερο από 90 λεπτά, καθώς το κάθε ημίχρονο κράτησε 35 λεπτά, αντί για 45 αφού οι ποδοσφαιριστές με ελλιπή διατροφή δεν είχαν μεγάλες αντοχές. Οι «κιτρινόμαυροι» επικράτησαν 3-2.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, ιδρύθηκε η Ένωση Ελλήνων Αθλητών, με κύριο στόχο να στηρίξει τους αθλητές που είχαν φυλακιστεί ή νοσηλεύονταν κυρίως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» λόγω φυματίωσης. Μέσω της ένωσης, διοργανώθηκαν αρκετοί ποδοσφαιρικοί αγώνες φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Κάποιες ομάδες έπαιξαν ενάντια στους κατακτητές, αλλά οι περισσότερες απέφευγαν να το κάνουν.
Η Ένωση προσπάθησε επίσης να οργανώσει ένα ανεπίσημο πρωτάθλημα, ώστε οι παίκτες να διατηρήσουν την αγωνιστική τους κατάσταση. Σε αυτό συμμετείχαν οι ΑΕΚ, Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός και Προοδευτική. Ο Πανιώνιος διοργάνωσε φιλικό αγώνα, τα έσοδα του οποίου διατέθηκαν για την επισκευή του αντιτορπιλικού «Έλλη». Ο σύλλογος είχε πληγεί ιδιαίτερα από τον πόλεμο, καθώς περίπου 150 μέλη του επιστρατεύτηκαν εκείνη την περίοδο.
Την άνοιξη του 1942, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ είχαν προγραμματίσει φιλικό στο επιταγμένο από τους Γερμανούς γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το οποίο είχε αποκτήσει προβολείς από τις ΗΠΑ.
Περίπου 15.000 προσήλθαν για να παρακολουθήσουν τον αγώνα, με τα έσοδα να προορίζονται για το νοσοκομείο «Σωτηρία». Επειδή η προσέλευση του κόσμου ήταν τεράστια, οι κατακτητές δεν ήθελαν να αφήσουν την κατάσταση ανεξέλεγκτη, διορίζοντας αυστριακό διαιτητή. Επιπλέον, απαγόρευσαν στους Έλληνες να λάβουν μερίδιο από τα έσοδα. Ως αποτέλεσμα, οι δύο ομάδες αποφάσισαν να μην αγωνιστούν, βγαίνοντας στον αγωνιστικό χώρο, χαιρετώντας τους φιλάθλους και εξηγώντας τους τι είχε συμβεί. Οι θεατές αντέδρασαν έντονα. Όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο, κατέστρεψαν τις ξύλινες εξέδρες και τα δοκάρια, φώναξαν συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών και η διαμαρτυρία εξελίχθηκε σε αντιφασιστική πορεία που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Έτσι, παρενέβησαν οι γερμανικές δυνάμεις, για να διαλυθεί η συγκέντρωση, που ωστόσο έδειχνε ποιο θα ήταν το μέλλον…

