Το ποδόσφαιρο, παρά την εκρηκτική δημοφιλία του και την εμπορική του δύναμη, παραμένει το μοναδικό από τα κορυφαία αθλήματα παγκοσμίως που δεν διασφαλίζει στο ελάχιστο την υγεία και την απόδοση των παικτών του.
Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα της ετήσιας έκθεσης FIFPRO Player Workload Monitoring Report, που συντάχθηκε σε συνεργασία με τη Football Benchmark και παρουσιάζει με αδιάσειστα στοιχεία τις πιέσεις που υφίστανται οι ποδοσφαιριστές.
Σύμφωνα με την έρευνα, δεκάδες διεθνείς ποδοσφαιριστές στερήθηκαν επαρκή ξεκούραση μετά την ολοκλήρωση της σεζόν τους, ειδικά αυτοί που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA. Παίκτες ομάδων όπως η Τσέλσι και η Παρί Σεν Ζερμέν είχαν ουσιαστικά μόλις τρεις εβδομάδες διακοπών, με αποτέλεσμα να περιοριστούν σε προετοιμασία 13 και 7 ημερών αντίστοιχα. Οι ειδικοί τονίζουν ότι απαιτούνται τουλάχιστον 28 ημέρες διακοπών και άλλες τόσες προετοιμασίας για να εξασφαλιστεί η σωματική και ψυχική αντοχή.
Ο Μαχέτα Μολάνγκο, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της FIFPRO, ήταν κατηγορηματικός: «Η έκθεση αυτή προσφέρει αδιάσειστα στοιχεία. Οι ποδοσφαιριστές είτε τραυματίζονται είτε αδυνατούν να αποδώσουν στο μέγιστο, επειδή εξωθούνται στα όριά τους».
Σύμφωνα με την έκθεση, μόνο το 14% των ποδοσφαιριστών που συμμετείχαν στο Euro 2024 είχαν τις απαραίτητες 28 ημέρες διακοπών, ενώ το ποσοστό έπεσε στο 9% για τους συμμετέχοντες στο Copa América. Υπάρχουν και χειρότερα: μόλις το 4% εξασφάλισε επαρκή προετοιμασία μετά το τουρνουά.
Οι συγκρίσεις με άλλα επαγγελματικά αθλήματα είναι απογοητευτικές: Στο NBA, οι παίκτες απολαμβάνουν 14 εβδομάδες διακοπών, στο αυστραλιανό AFL 14 εβδομάδες επίσης, ενώ στο MLB φτάνουν τις 15 εβδομάδες. «Αν δεν έχεις επαρκές διάλειμμα, το σώμα δεν προλαβαίνει να ανακάμψει. Κι αν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένας μήνας προετοιμασίας, ο κίνδυνος τραυματισμού εκτοξεύεται», εξήγησε ο δρ Ντάρεν Μπέρτζες, επικεφαλής του High-Performance Advisory Network της FIFPRO.
Η έρευνα δεν περιορίζεται μόνο στον χρόνο ξεκούρασης αλλά αναδεικνύει και τις συνέπειες του συνεχούς αγωνιστικού φόρτου. Ποδοσφαιριστές όπως οι Φεντερίκο Βαλβέρδε και Λούκα Μόντριτς της Ρεάλ Μαδρίτης, ο Πέδρι της Μπαρτσελόνα και ο Κιμ Μιν-Τζε της Μπάγερν αγωνίστηκαν σε πάνω από 50 αναμετρήσεις σε διάστημα λίγων μηνών, συχνά με λιγότερες από πέντε ημέρες αποκατάστασης μεταξύ των αγώνων.
Το πρόβλημα εκτοξεύεται όταν στην εξίσωση μπαίνουν και τα διεθνή ταξίδια. Ο Αργεντινός μέσος Εντσο Φερνάντες ταξίδεψε σχεδόν 150.000 χιλιόμετρα σε μία σεζόν, με 195 ώρες πτήσεων, έχοντας ουσιαστικά ελάχιστο χρόνο προσαρμογής έπειτα από απαιτητικές αναμετρήσεις με την εθνική ομάδα.
Ο αρχηγός της Νέας Ζηλανδίας, Κρις Γουντ, τόνισε χαρακτηριστικά: «Είναι ζωτικής σημασίας να έχουμε τον απαιτούμενο χρόνο αποκατάστασης ώστε το σώμα να μπορεί να προσαρμόζεται και να συνεχίζει. Αν δεν υπάρξουν ελάχιστες δικλίδες προστασίας, βάζουμε σε κίνδυνο τη μακροχρόνια υγεία μας».
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους νεαρούς ποδοσφαιριστές. Ο Λαμίν Γιαμάλ πρόλαβε να παίξει 130 παιχνίδια πριν κλείσει τα 18, ενώ ο Αρτσι Γκρέι είχε ήδη 80 συμμετοχές στα 19 του. Ειδικοί προειδοποιούν ότι τα αναπτυσσόμενα σώματα είναι ευάλωτα σε υπερβολικά φορτία, με τον κίνδυνο μακροχρόνιων βλαβών σε τένοντες, συνδέσμους και αρθρώσεις να είναι αυξημένος.
«Οι αναπτυσσόμενες πλάκες, οι τένοντες και οι σύνδεσμοι είναι ευάλωτοι σε αυτές τις ηλικίες. Η υπερβολική καταπόνηση μπορεί να αφήσει μόνιμα προβλήματα. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον ψυχολογικό φόρτο», προειδοποίησε ο δρ Μπέρτζες.
Η FIFPRO επισημαίνει ότι η έλλειψη ελάχιστων προτύπων προστασίας αφήνει το ποδόσφαιρο να αποτελεί «παγκόσμια εξαίρεση» σε σχέση με τα υπόλοιπα κορυφαία αθλήματα. Η εμπορική πίεση για συνεχόμενα τουρνουά και διευρυμένα καλεντάρια υπερβαίνει την ανάγκη για υγεία και απόδοση, με αποτέλεσμα οι παίκτες να λειτουργούν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Η εικόνα που προκύπτει από την έκθεση είναι διττή. Από τη μία πλευρά, το ποδόσφαιρο αποτελεί το πιο δημοφιλές θέαμα στον κόσμο, που στηρίζεται στην αδιάκοπη ροή διοργανώσεων και τηλεοπτικού προϊόντος. Από την άλλη, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του –οι ποδοσφαιριστές– παραμένουν εκτεθειμένοι σε κινδύνους που θα θεωρούνταν αδιανόητοι σε άλλα αθλήματα.
Η συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα του καλενταριού δεν είναι απλώς θέμα «προστασίας παικτών». Αγγίζει την ουσία της ισορροπίας ανάμεσα στην εμπορική εκμετάλλευση και τη διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας. Αν δεν υπάρξει αλλαγή, το ποδόσφαιρο κινδυνεύει να πληρώσει το τίμημα με περισσότερους σοβαρούς τραυματισμούς και λιγότερη ποιότητα εντός γηπέδου – ένα κόστος που στο τέλος θα επηρεάσει όχι μόνο τους παίκτες αλλά και το ίδιο το προϊόν που στηρίζεται σε αυτούς.
Ειδικοί τονίζουν ότι διαμορφώνονται και κρυφές συνέπειες που αφορούν στην ψυχική υγεία, η οποία διαταράσσεται σε βάθος χρόνου με τα αποτελέσματα να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα όταν το πρόβλημα εμφανιστεί. Πρόβλημα που δεν αφορά μόνον τον ίδιο τον παίκτη, αλλά και το στενό περιβάλλον του. Κι αυτό ίσως να αποτελεί το σημαντικότερο θέμα που πρέπει να τεθεί επί τάπητος.

