Αμφιδεξιότητα είναι η ικανότητα να χρησιμοποιούμε και τα δύο χέρια μας ή και τα πόδια μας με την ίδια ευκολία. Ενα μικρό ποσοστό των ανθρώπων είναι εξίσου ικανοί να χρησιμοποιούν καλά και τα δύο χέρια ή τα πόδια τους, και καλούνται αμφιδέξιοι.
Στην πραγματικότητα, η αμφιδεξιότητα αποτελεί προνόμιο σε ορισμένους τομείς, όπως ο αθλητισμός και οι πολεμικές τέχνες.
Οι αρχαίοι Ελληνες ενθάρρυναν την αμφιδεξιότητα καθώς θεωρούσαν καλύτερους αυτούς που στον αθλητισμό και στη μάχη ήταν ικανοί στη χρήση και των δύο χεριών αντί ενός.
Η ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς και τα δύο χέρια ή και τα δύο πόδια με την ίδια άνεση είναι ένα σπάνιο φαινόμενο που εδώ και χρόνια προκαλεί το ενδιαφέρον της νευροεπιστήμης αλλά και του αθλητισμού. Σε αρκετές περιπτώσεις η συστηματική εξάσκηση και η πειθαρχία οδηγούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που πλησιάζουν πολύ στην αμφιδεξιότητα.
Στον χώρο του ποδοσφαίρου, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σύγχρονα παραδείγματα είναι ο Ουσμάν Ντεμπελέ, ο κάτοχος πλέον της 69ης Χρυσής Μπάλας.
Ο Γάλλος διεθνής της Παρί έχει καταφέρει να αξιοποιεί και τα δύο πόδια σχεδόν με την ίδια αποτελεσματικότητα, μετατρέποντας τον εαυτό του σε έναν απρόβλεπτο και εξαιρετικά ευέλικτο παίκτη. Το χάρισμά του δεν αποτελεί μόνο προϊόν νευρολογικών ιδιαιτεροτήτων αλλά και συστηματικής δουλειάς στο γήπεδο.

Από νευρολογικής σκοπιάς, οι αμφιδέξιοι άνθρωποι εμφανίζουν πιο ισορροπημένη ανάπτυξη στον εγκέφαλο. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση στο επιστημονικό ιστολόγιο του Univision, ενεργοποιούν και τα δύο ημισφαίρια με μεγαλύτερο συγχρονισμό, σε αντίθεση με την πλειονότητα του πληθυσμού που έχει ένα κυρίαρχο ημισφαίριο.
Με απλά λόγια, ο εγκέφαλος των αμφιδέξιων παρουσιάζει μεγαλύτερη ευελιξία και ικανότητα προσαρμογής. Αυτή η εγκεφαλική ιδιαιτερότητα μεταφράζεται σε δυνατότητα ανάπτυξης δεξιοτήτων και στις δύο πλευρές του σώματος με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα.
Η επιστήμη ωστόσο υπογραμμίζει ότι η «τέλεια» αμφιδεξιότητα είναι εξαιρετικά σπάνια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μιλάμε για «βαθμούς» αμφιδεξιότητας, που καλλιεργούνται με δουλειά και επιμονή.
Εδώ εισέρχεται ο παράγοντας της αθλητικής πειθαρχίας. Η πλειονότητα των αθλητών δεν γεννιούνται αμφιδέξιοι· χτίζουν αυτήν την ικανότητα με αμέτρητες ώρες εξάσκησης. Στην περίπτωση του Ντεμπελέ, η συνεχής και συστηματική προπόνηση -όπως το σουτ, η πάσα ή ο έλεγχος της μπάλας και με τα δύο πόδια- ενίσχυσε σταδιακά τον συντονισμό του σώματός του και αύξησε την ικανότητά του στο «αδύναμο» πόδι.
Αυτό που για έναν νεαρό παίκτη μπορεί να φάνταζε αρχικά ως μειονέκτημα, με σκληρή δουλειά μετατράπηκε σε στρατηγικό πλεονέκτημα. Και σήμερα, ο Γάλλος διεθνής αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σημαίνει να επενδύεις στην αμφιδεξιότητα στον σύγχρονο αθλητισμό.
Η κατοχή αυτής της ικανότητας προσφέρει ανυπολόγιστο πλεονέκτημα. Σε ένα άθλημα όπως το ποδόσφαιρο, το να μπορείς να σουτάρεις, να ντριμπλάρεις ή να σεντράρεις εξίσου καλά και με τα δύο πόδια σημαίνει ότι ο αντίπαλος αμυντικός δεν μπορεί να σε «διαβάσει» εύκολα.
Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε πολύ μεγαλύτερη γκάμα κινήσεων και λύσεων μέσα στο γήπεδο. Ενας αριστεροπόδαρος παίκτης που δυσκολεύεται με το δεξί αναγκάζεται να περιορίζει τις κινήσεις του σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Αντίθετα, ένας αμφιδέξιος, όπως ο Ντεμπελέ, μπορεί να αλλάζει πλευρές, να κινείται με την ίδια άνεση τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά και να παραμένει πάντα απρόβλεπτος.

Δεν είναι τυχαίο ότι η φετινή του διάκριση με τη Χρυσή Μπάλα ήρθε ως επιβράβευση μιας μοναδικής ικανότητας: να παίζει χωρίς να εξαρτάται από «καλό» ή «κακό» πόδι.
Η περίπτωση του Ντεμπελέ δείχνει και κάτι ακόμη: το ταλέντο συνδυάζεται πάντα με την προπόνηση. Η νευροεπιστήμη αναγνωρίζει ότι η πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι ένα δώρο που ανοίγει πόρτες, αλλά μόνο η πειθαρχία μπορεί να το μετατρέψει σε πρακτική ικανότητα.
Η συνεχής πρόκληση του σώματος να λειτουργεί και από τις δύο πλευρές οδηγεί σε ενδυνάμωση νέων νευρωνικών κυκλωμάτων. Ο εγκέφαλος μαθαίνει να «ξαναγράφει» τους χάρτες της κίνησης, βελτιώνοντας την ικανότητα εκτέλεσης με το μη κυρίαρχο μέλος.
Γι’ αυτό και οι ειδικοί επιμένουν: η απόλυτη αμφιδεξιότητα είναι σπάνια. Εκείνο που συναντούμε πιο συχνά είναι διαφορετικά επίπεδα μεικτής ικανότητας, τα οποία όμως μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα.
Η αμφιδεξιότητα δεν αφορά μόνο το ποδόσφαιρο. Σε αθλήματα όπως το μπάσκετ, το τένις ή ακόμη και η πυγμαχία, η δυνατότητα να χρησιμοποιείς και τις δύο πλευρές του σώματος με άνεση δίνει τεράστιο πλεονέκτημα.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχει ένα κυρίαρχο χέρι ή πόδι και χρησιμοποιεί το άλλο σε περιορισμένο βαθμό. Γι’ αυτό, οι περιπτώσεις αθλητών όπως ο Ντεμπελέ ξεχωρίζουν: δείχνουν πώς η βιολογία μπορεί να συναντήσει την προπόνηση και να γεννήσει κάτι μοναδικό.
Πέρα από τον θαυμασμό που προκαλεί στο γήπεδο, η αμφιδεξιότητα μεταφέρει και ένα ευρύτερο μήνυμα: τίποτα δεν είναι απόλυτα προκαθορισμένο. Ακόμη κι αν κάποιος δεν γεννήθηκε «τέλειος» αμφιδέξιος, με εξάσκηση μπορεί να αναπτύξει σημαντικές δεξιότητες και στις δύο πλευρές του σώματος.
Η αμφιδεξιότητα παραμένει ένα σπάνιο και μυστηριώδες φαινόμενο που ενώνει την επιστήμη με τον αθλητισμό. Στην καθαρή του μορφή συναντάται σπάνια, όμως η πρακτική αποδεικνύει ότι με σκληρή δουλειά μπορεί να καλλιεργηθεί και να αποφέρει ανυπολόγιστη αξία.
Οι αριστεροπόδαροι
Στον κόσμο του ποδοσφαίρου, λίγα πράγματα έχουν τυλιχθεί με τόσο μυστήριο και θαυμασμό όσο το «αριστερό πόδι». Από τα παιδικά γήπεδα μέχρι τις εξέδρες των μεγάλων σταδίων, οι φίλαθλοι συχνά μιλούν με δέος για τον αριστεροπόδαρο παίκτη, λες και κατέχει μια μυστική συνταγή που τον διαφοροποιεί από όλους τους υπόλοιπους. Αλλά πόσος μύθος και πόση αλήθεια κρύβονται πίσω από αυτή την εικόνα;
Στατιστικά, μόλις το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι αριστερόχειρες. Το ποσοστό αυτό μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο και στο ποδόσφαιρο, γεγονός που δίνει στους αριστεροπόδαρους έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Σε ένα άθλημα που η πλειονότητα κινείται προς τη δεξιά πλευρά, εκείνοι που μπορούν να αναστατώνουν την άμυνα από τα αριστερά ή να σεντράρουν με ακρίβεια από μια γωνία λιγότερο συνηθισμένη μοιάζουν να κρατούν ένα πλεονέκτημα που δύσκολα εξουδετερώνεται.
Η μπάλα που φεύγει από το αριστερό πόδι συχνά έχει μια διαφορετική καμπύλη. Προπονητές και τερματοφύλακες αναγνωρίζουν ότι η τροχιά ενός αριστερού σουτ, ιδιαίτερα σε στημένες φάσεις, είναι πιο δύσκολο να διαβαστεί. Αυτό από μόνο του αρκεί για να τροφοδοτήσει τον μύθο.
Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι γεμάτη παραδείγματα που ενίσχυσαν αυτή τη φήμη. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα άλλαξε για πάντα την εικόνα του αριστεροπόδαρου δημιουργού. Ο Ριβάλντο με το φαρμακερό αριστερό σουτ, ο Ράιαν Γκιγκς που μάγευε από τα αριστερά με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή ακόμη και ο Ρομπέρτο Κάρλος, με εκείνο το εμβληματικό φάουλ κόντρα στη Γαλλία το 1997, είναι μορφές που χάραξαν στο συλλογικό ποδοσφαιρικό φαντασιακό την εικόνα του αριστερού ποδιού ως κάτι… σχεδόν υπερφυσικό.
Και βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον Λιονέλ Μέσι. Ο Αργεντίνος σούπερ σταρ έφτιαξε μια καριέρα γεμάτη ρεκόρ και τίτλους, κυρίως χάρη στη φινέτσα και στο αμείλικτο αριστερό του πόδι. Ο τρόπος που κουβαλάει την μπάλα, η ευκολία με την οποία αλλάζει κατεύθυνση και η ακρίβεια στα τελειώματά του έχουν καθιερώσει την ιδέα ότι οι αριστεροπόδαροι έχουν κάτι που δεν μαθαίνεται – κάτι έμφυτο.

Ωστόσο, πίσω από τον ρομαντισμό κρύβεται και η πραγματικότητα της τακτικής. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, οι αριστεροπόδαροι παίκτες είναι πολύτιμοι γιατί προσφέρουν ισορροπία. Ενας δεξιοπόδαρος εξτρέμ μπορεί να συγκλίνει προς τα μέσα, αλλά ένας αριστεροπόδαρος στη φυσική του πλευρά μπορεί να δώσει πλάτος, σέντρες και διαφορετικές επιλογές.
Δεν είναι τυχαίο ότι προπονητές όπως ο Πεπ Γκουαρδιόλα ή ο Γιούργκεν Κλοπ συχνά ψάχνουν με εμμονή για αριστεροπόδαρους κεντρικούς αμυντικούς. Η έξοδος της μπάλας από πίσω αποκτά νέα διάσταση όταν υπάρχει αριστερό πόδι στη διάταξη. Η Μάντσεστερ Σίτι, με τον Λαπόρτ και αργότερα τον Γκβαρντιόλ, έχει δείξει πώς αυτή η λεπτομέρεια μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγικό πλεονέκτημα.
Παρά τη φήμη, οι ειδικοί τονίζουν ότι η διαφορά δεν είναι έμφυτη «μαγεία», αλλά κυρίως συνθήκη σπανιότητας. Οι αριστεροπόδαροι ξεχωρίζουν γιατί είναι λιγότεροι και γιατί οι αντίπαλοι δεν έχουν συνηθίσει να τους αντιμετωπίζουν. Ενας αριστεροπόδαρος εξτρέμ που κινείται στην κλασική δεξιά πλευρά μπορεί να δημιουργήσει χάος ακριβώς επειδή οι αμυντικοί δεν έχουν το ίδιο ρεπερτόριο εμπειριών απέναντί του.
Η σύγχρονη προπονητική δίνει πλέον περισσότερη αξία στην ικανότητα του παίκτη να χρησιμοποιεί εξίσου και τα δύο πόδια. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι το καλύτερο παράδειγμα: δεξιοπόδαρος στη βάση, αλλά με εκατοντάδες γκολ με το αριστερό. Ο Κιλιάν Μπαπέ, επίσης, χτίζει τη φήμη του πάνω στην ικανότητα να απειλεί από κάθε πλευρά. Σε αυτό το πλαίσιο, η μονοδιάστατη εξάρτηση από το αριστερό ή το δεξί πόδι αρχίζει να θεωρείται μειονέκτημα.
Η νέα φουρνιά παικτών δείχνει ότι το παιχνίδι αλλάζει. Ο Ερλινγκ Χάαλαντ, ένας γίγαντας της περιοχής με εκρηκτικό αριστερό, δεν είναι παραδοσιακός αριστεροπόδαρος «μάγος» αλλά ένας φορ που στηρίζεται στη δύναμη και την ακρίβεια. Από την άλλη, ποδοσφαιριστές όπως ο Φιλ Φόντεν της Σίτι ή ο Ανσού Φατί, μοιάζουν να αψηφούν την παραδοσιακή διάκριση: παίζουν με το αριστερό, αλλά έχουν δουλέψει τόσο και με το δεξί ώστε να μη γίνονται προβλέψιμοι.
Η εκπαίδευση στις ακαδημίες, ιδιαίτερα στην Ισπανία και τη Γερμανία, δίνει πια τεράστια βαρύτητα στη χρήση και των δύο ποδιών. Οι νεαροί παίκτες ασκούνται να εκτελούν πάσες, σουτ και κοντρόλ με το «αδύναμο» πόδι τους, με αποτέλεσμα το χάσμα ανάμεσα σε δεξιοπόδαρους και αριστεροπόδαρους να μικραίνει.
Κι όμως, παρόλο τις αναλύσεις, η φήμη των αριστεροπόδαρων δύσκολα θα ξεθωριάσει. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο στατιστική και τακτική, αλλά και συναίσθημα. Ο φίλαθλος γοητεύεται από το σπάνιο, το διαφορετικό. Οταν βλέπει ένα σουτ να καταλήγει στο «Γ» με εκείνη την περίεργη καμπύλη που δίνει το αριστερό πόδι, το μυαλό του γεμίζει εικόνες από τον Μαραντόνα, τον Μέσι ή τον Ριβάλντο. Ο μύθος ζει γιατί χρειάζεται να ζει: είναι μέρος της μαγείας του αθλήματος.
Οι αριστεροπόδαροι στο ποδόσφαιρο κουβαλούν μια αύρα που ξεπερνά την πραγματικότητα. Στην πράξη, δεν υπάρχει «μαγικό πόδι», αλλά σπανιότητα, τακτική αξία και δουλειά στο γήπεδο. Κι όμως, αυτή η εικόνα του «διαφορετικού» χαρίζει στο άθλημα μια επιπλέον δόση φαντασίας. Κάτι που είδαμε και στο παρελθόν μέσα από παίκτες όπως οι Γιόχαν Κρόιφ, Τζορτζ Μπεστ, Ράιαν Γκιγκς, Χρίστο Στόιτσκοφ, Αρίεν Ρόμπεν ή και στο παρόν με τον Μοχάμεντ Σαλάχ.
Ισως, τελικά, η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση: οι αριστεροπόδαροι δεν είναι εξωγήινοι, αλλά το παιχνίδι τους μοιάζει μερικές φορές σαν να έρχεται από άλλον κόσμο. Και όσο υπάρχουν ποδοσφαιριστές που κάνουν τον κόσμο να σηκώνεται όρθιος με μια κίνηση του αριστερού ποδιού, ο μύθος δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ.

