Οι ελληνοτουρκικές ποδοσφαιρικές μονομαχίες

Μια μεγάλη αλυσίδα… πολιτισμένων αναμετρήσεων πριν μπει ο επόμενος κρίκος με το Παναθηναϊκός - Σάμσουνσπορ.

8' 34" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η επερχόμενη διπλή αναμέτρηση του Παναθηναϊκού με την Σάμσουνσπορ για τα πλέι οφ του Europa League είναι κομβική και για τις δύο ομάδες, καθώς πέρα από το γόητρο, κρίνει και η συμμετοχή της νικήτριας του ζευγαριού στην 2η πιο σημαντική ευρωπαϊκή διοργάνωση, με έσοδα που υπόσχονται γεμάτο πορτοφόλι και μεγαλύτερη άνεση στις μεταγραφές για τη δημιουργία ενός πιο ισχυρού συνόλου. Παρά το υψηλό αγωνιστικό και οικονομικό κίνητρο, οι δύο ομάδες δεν παγιδεύτηκαν σε αδιέξοδες διαδρομές και έχουν ξεκινήσει μια καλή συνεργασία ώστε και τα δύο παιχνίδια να διεξαχθούν μέσα σε καθαρά ποδοσφαιρικά πλαίσια, χωρίς επιρροές από άλλους εξωγενείς παράγοντες που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν επικίνδυνα την ατμόσφαιρα.

Η διαχείριση της πρώτης… φωτιάς που επιχείρησαν να βάλουν κάποιοι θερμόαιμοι είναι ενδεικτική των καλών προθέσεων των διοικήσεων των δύο ομάδων. Όταν μέσω διαδικτύου και ορισμένων δημοσιευμάτων κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Σάμσουνσπορ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει στον αγώνα της Αθήνας την μπλε εμφάνισή της που θα φορά στα περισσότερα εκτός έδρας παιχνίδια της, πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την ενέργεια αυτή ως «προκλητική». Γιατί; Γιατί υπό μία ερμηνεία, το μπλε χρώμα παραπέμπει στη «γαλάζια πατρίδα» που ευαγγελίζεται ο Ταγίπ Ερντογάν και γιατί σαν μια πινελιά εμφανίζονται στη φανέλα τα μάτια του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919, ημέρα που είναι συνδεδεμένη με τη Γενοκτονία των Ποντίων.

Η εμφάνιση αυτού του σκηνικού προκάλεσε αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με εμπρηστικές αναρτήσεις ένθεν κακείθεν που θα μπορούσαν εύκολα να δυναμιτίσουν το κλίμα. Η αντίδραση και των δύο ομάδων υπήρξε άμεση και πυροσβεστική. Σε επικοινωνία των στελεχών τους, η Σάμσουνσπορ ενημέρωσε τον Παναθηναϊκό ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει στην Αθήνα την μπλε εμφάνισή της. Για να μην δώσει σε κανέναν το δικαίωμα να σκεφτεί οτιδήποτε, οι παίκτες της θα φορέσουν την 3η φανέλα της, σε λευκό χρώμα. Στο ματς της Σαμψούντας θα εμφανιστούν ντυμένοι στα «ερυθρόλευκα», που είναι και τα ιστορικά χρώματα της ομάδας.

Μετά τις πρώτες επαφές για όλα τα ζητήματα που εμπίπτουν στην ασφαλή διοργάνωση του αγώνα, ο Παναθηναϊκός θεωρεί ότι οι άνθρωποι της Σάμσουνσπορ είναι εξαιρετικά συνεργάσιμοι και δεν έχουν δείξει την παραμικρή διάθεση πόλωσης. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα, εμφανίζονται διαλλακτικοί και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν την ελληνική ομάδα σε οτιδήποτε τους έχει ζητήσει. Κι αυτή η καλή διάθεση δεν θεωρείται αυτονόητη ακόμα και σε παιχνίδια με αντιπάλους από χώρες που ιστορικά δεν είχαν ποτέ τεταμένες σχέσεις.

Οι ελληνοτουρκικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις δεν έχουν κανένα επίσημο κεφάλαιο πριν το 2000, λόγω της (πολιτικής) απόφασης της UEFA  να αποκλείει στις κληρώσεις των διοργανώσεών της ζευγάρια από χώρες που βρίσκονται σε μια «ιδιαίτερη» κατάσταση. Η τακτική αυτή είχε απαγορεύσει για πολλές δεκαετίες τις αναμετρήσεις ελληνικών και τουρκικών ομάδων σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο, με συνέπεια να μπει η νέα… χιλιετία για να δούμε τέτοιες μονομαχίες. Και η αλήθεια είναι πως όταν ξεκίνησαν με καθυστέρηση σχεδόν 50 χρόνων, ξεκίνησαν εκρηκτικά, αλλά συνεχίστηκαν σε πολύ ήρεμα νερά τις επόμενες δύο δεκαετίες, από το 2002 μέχρι σήμερα.

Όταν μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αποφάσισε η UEFA να σπάσει το σιωπηρό εμπάργκο που για ευνόητους λόγους είχε η ίδια επιβάλλει, η πρώτη ελληνοτουρκική ποδοσφαιρική αναμέτρηση βγαλμένη από την κληρωτίδα, ήταν το ζευγάρι Παναθηναϊκός – Φενέρμπαχτσε, το φθινόπωρο του 2002 για το τότε Κύπελλο UEFA, που αντιστοιχεί στο σημερινό Europa League. Αν και οι διοικήσεις των δύο ομάδων έκαναν τεράστια προσπάθεια να μην πολιτικοποιηθούν τα παιχνίδια και να μείνουν μέσα στα πλαίσια που επιβάλλει το ποδόσφαιρο, το φυτίλι πήρε φωτιά λίγη ώρα πριν τη σέντρα και η φλόγα έφτασε γρήγορα στο μπαρούτι.

Η πρώτη αναμέτρηση έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στο υπό ανακαίνιση «Σουκρού Σαράτσογλου», στην ασιατική πλευρά της Πόλης. Η φιλοξενία της Φενέρ στην αποστολή του Παναθηναϊκού ήταν εξαιρετική και ξεπερνούσε κατά πολύ τα όσα συνηθίζονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μέχρι την ημέρα του αγώνα στις 31 Οκτωβρίου 2002, όλα έμοιαζαν υπό έλεγχο. Περισσότεροι από 3 χιλιάδες οπαδοί του Παναθηναϊκού, στην πλειοψηφία τους οργανωμένοι, έφτασαν στην Πόλη κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και οδηγήθηκαν με τα πούλμαν στο γήπεδο, με ελεγχόμενες λεκτικές αντεγκλήσεις με οπαδούς της Φενέρ που τους αποδοκίμαζαν στη διάρκεια της διαδρομής.

Εντός γηπέδου, η κατάσταση βγήκε γρήγορα εκτός ελέγχου. Οι οργανωμένοι οπαδοί της τουρκικής ομάδας «υποδέχθηκαν» τους Ελληνες έχοντας κρεμάσει ένα τεράστιο πολύχρωμο πανό με την εικόνα του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή να καταλαμβάνει έφιππος την Πόλη, γράφοντας με μεγάλα γράμματα στα αγγλικά «instabul since 1453», δηλαδή «Ινσταμπούλ (και όχι Κωνσταντινούπολη) από το 1453). Ηταν το έναυσμα για την ανταλλαγή μια σειράς φωτοβολίδων και εκρηκτικών συνθημάτων, σε ένα σκηνικό που προϊδέαζε για το τι μπορεί να ακολουθήσει, αλλά δεν λήφθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον στα σοβαρά υπ’ όψιν.

Οι κυβερνήσεις των δύο γειτονικών χωρών επεξεργάζονταν ένα σχέδιο για την από κοινού διοργάνωση του Euro 2008 και βρήκαν εξαιρετική την ιδέα να κάνουν οι υπουργοί εξωτερικών τους με την πολυπληθή συνοδεία τους τον γύρο του γηπέδου για να χαιρετήσουν τον κόσμο και να περάσουν το «μήνυμα». Η αντίδραση των Τούρκων οπαδών ήταν χλιαρή και του Ελλήνων εκρηκτική. Μόλις η κουστωδία πλησίασε την εξέδρα τους, δέχθηκε καταιγίδα σπασμένων καθισμάτων και διάφορων άλλων ιπτάμενων αντικειμένων, με τα συνθήματα να υποδηλώνουν με σαφή τρόπο ότι οι οπαδοί του Παναθηναϊκού δεν είχαν καμία διάθεση να υποστηρίξουν την ιδέα της συνδιοργάνωσης του Euro.

Το παιχνίδι τελείωσε 1-1 και κρίθηκε με ένα γκολ – βολίδα του Άγγελου Μπασινά και ένα γκολ, μάλλον αντικανονικό, του Βραζιλιάνου Ουάσινγκτον λίγο πριν το τέλος του ημιχρόνου. Ήταν ένα καλό αποτέλεσμα για τον Παναθηναϊκό και πανηγυρίστηκε δεόντως από τους οπαδούς του, οι οποίοι αποχώρησαν στο τέλος του αγώνα με αρκετά από τα πούλμαν που τους μετέφεραν να πετροβολούνται από τους οπαδούς της Φενέρ, που είχαν στήσει καρτέρι σε κάποια σημεία της διαδρομής τους προς την έξοδο της Πόλης.

Η ρεβάνς στις 14 Νοεμβρίου στην Αθήνα είχε από την αρχή πολεμικό χαρακτήρα, παρότι για λόγους ασφαλείας αποφασίστηκε να μην συνοδεύσουν την ομάδα τους οι Τούρκοι οπαδοί. Ωρες πριν τη σέντρα, η Λεωφόρος τελούσε υπό την πολιορκία εκατοντάδων αστυνομικών που την είχαν αποκλείσει και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει σε ακτίνα χιλιομέτρου χωρίς εισιτήριο. Και ακριβώς για να αποθαρρυνθούν όσοι είχαν τη διάθεση να πάνε στο γήπεδο με λυμένο στο ζωνάρι και έτοιμοι για καυγά, τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα, πολύ πιο ακριβά και από δυσεύρετα  εισιτήρια τελικού… Champions League.

Παρά την (ιστορική και αγωνιστική) κρισιμότητα του αγώνα, το γήπεδο δεν γέμισε φυσικά (περίπου 12 χιλ. οι θεατές) με τόσο ακριβά εισιτήρια και η κατάσταση δεν ξέφυγε ποτέ από τον έλεγχο, ίσως επειδή βοήθησε και η καταιγιστική εικόνα του Παναθηναϊκού που μετέτρεψε από νωρίς το ματς σε έναν ποδοσφαιρικό θρίαμβο. Οι «πράσινοι» επικράτησαν με το εμφατικό 4-1 (24’ Λυμπερόπουλος, 31’ Γκούμας, 42’ Μικάελσεν, 90’ Βαζέχα – 37’ Τουντσάι) και προκρίθηκαν στην επόμενη φάση του Κυπέλλου UEFA, κερδίζοντας κατά κράτος την πρώτη επίσημη ελληνοτουρκική μονομαχία από τη σύσταση των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50.

Υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν η πρώτη, καθώς η πρώτη φορά που κληρώθηκε ελληνική με τουρκική ομάδα ήταν το μακρινό 1958, στην παρθενική συμμετοχή του Ολυμπιακού στην Ευρώπη, στο τότε Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η διπλή αναμέτρηση, όμως, των «ερυθρολεύκων» δεν έγινε ποτέ. Με τις σχέσεις των δύο χωρών να είναι στο «κόκκινο» εκείνα τα χρόνια με αφορμή τις διώξεις των Ελλήνων της Πόλης, ο Ολυμπιακός αρνήθηκε να παίξει και η πρόκριση κρίθηκε άνευ αγώνος υπέρ της Μπεσίκτας, η οποία στη συνέχεια έπεσε πάνω στη «βασίλισσα» Ρεάλ Μαδρίτης και παρότι το πάλεψε (1-1 στην Πόλη, ήττα με 2-0 στη Μαδρίτη), δεν τα κατάφερε να προκριθεί.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε ουσιαστικά την UEFA στην απόφαση να μην επιτρέπει την κλήρωση ελληνικών και τουρκικών ομάδων, ούτε σε συλλογικό ούτε και σε εθνικό επίπεδο. Η εισβολή στην Κύπρο αποθάρρυνε κάθε σκέψη να σπάσει αυτό το άτυπο εμπάργκο και χρειάστηκαν 44 ολόκληρα χρόνια μέχρι να προκύψει ένα τέτοιο ζευγάρωμα, σε μια εποχή που είχαν πέσει αρκετά οι τόνοι της αντιπαράθεσης και γινόταν μια προσπάθεια να αναλάβουν οι δύο χώρες από κοινού τη διοργάνωση του Euro 2008.

Μέχρι τότε, υπήρξαν κάποιες ελληνοτουρκικές αναμετρήσεις, όχι όμως σε επίσημη διοργάνωση της UEFA (Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων ή ΟΥΕΦΑ). Το 1967, η ΑΕΚ αντιμετώπισε τη Φενέρμπαχτσε σε διπλό τελικό του βαλκανικού Κυπέλλου και έχασε το τρόπαιο 8 μήνες μετά, όταν αποφασίσθηκε να κριθεί ο τίτλος σε μπαράζ. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1963, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε για την ίδια διοργάνωση τη Γαλατάσαραϊ και την απέκλεισε με νίκη στο Φάληρο και ισοπαλία στην Πόλη, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, το 1995, ο ΟΦΗ έχασε 2-1 από την Μπούρσασπορ στην Τουρκία για το Ιντερτότο.

Σε εθνικό επίπεδο, Ελλάδα και Τουρκία είχαν δώσει αρκετά φιλικά παιχνίδια μεταπολεμικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μέχρι τα μέσα αυτής του ’50. Πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια για ένα διπλό φιλικό (ήττα με 3-1 στην Πόλη το 1988, ήττα και στο ΟΑΚΑ με 0-1 το 1989, μπροστά σε λιγότερους από 5 χιλ. θεατές), ενώ η πρώτη επίσημη αναμέτρηση μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων έγινε τον Σεπτέμβριο του 2004 στο «Γ. Καραϊσκάκης» για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006. Και αυτό το ματς και η ρεβάνς στην Πόλη, έληξαν 0-0, χωρίς η εθνική μας να καταφέρει να προκριθεί μέσα από τον όμιλο.

Αν και η πρώτη επίσημη ελληνοτουρκική αναμέτρηση σε διοργάνωσή της δεν πήγε και τόσο καλά, η UEFA αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην εποχή του εμπάργκο και άφησε τις κληρώσεις να διεξάγονται χωρίς δικλείδες ασφαλείας που απαγόρευαν τις μεταξύ μας αναμετρήσεις. Από το 2002 μέχρι σήμερα, έχουν διεξαχθεί πολλές ελληνοτουρκικές μονομαχίες σε συλλογικό αλλά και εθνικό επίπεδο, χωρίς να δημιουργηθούν ξανά εντάσεις που να ξεφεύγουν από τα φυσιολογικά όρια της αντιπαλότητας που γεννά ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Η εθνική μας ομάδα έχει αναμετρηθεί 7 φορές μετά το 2000 με την Τουρκία σε επίσημα και φιλικά παιχνίδια, χωρίς να «ανοίξει μύτη» ακόμα και σε σκληρές ήττες της μίας ή της άλλης, όπως σε εκείνο το 1-4 το Μάρτη του 2007 στο «Γ. Καραϊσκάκης» ή στη δική μας επικράτηση μέσα στην Πόλη (0-1) τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.

Σε συλλογικό επίπεδο, οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις είναι πολύ συχνές τα τελευταία 20 χρόνια. Εντάσεις δεν έχουν προκύψει, ακόμα και σε πολύ σημαντικά παιχνίδια, όπως αυτό του Ολυμπιακού με τη Φενέρμπαχτσε στην Πόλη τον Απρίλιο του 2024. Ήταν προημιτελικός του Conference League και κρίθηκε υπέρ της ελληνικής ομάδας στην ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι, αλλά παρά την απογοήτευση των Τούρκων οπαδών, δεν συνέβη κάτι δυσάρεστο. Ήταν ο τελευταίος κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα… πολιτισμένων ελληνοτουρκικών αναμετρήσεων, πριν μπει – ελπίζουμε- ο επόμενος με την ευκαιρία της επερχόμενης μονομαχίας του Παναθηναϊκού με τη Σάμσουνσπορ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT