Παρότι το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων δεν συγκίνησε ιδιαίτερα το ποδοσφαιρικό κοινό, το Μουντιάλ του 2026 αποτελεί για τον Τζιάνι Ινφαντίνο το κορυφαίο στοίχημα της παραγοντικής πορείας του, καθώς ο πανίσχυρος πρόεδρος της FIFA θέλει τη διοργάνωση που θα διεξαχθεί του χρόνου το καλοκαίρι σε ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικό να μείνει στην Ιστορία ως το πλέον επιτυχημένο αθλητικό γεγονός.
Σύμφωνα με την έκθεση Βρετανών αναλυτών, τα έσοδα της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας προβλέπεται ότι θα ανέλθουν στα 8,73 δισ. ευρώ, ενώ εκτιμάται πως η παγκόσμια τηλεθέαση σε αυτές τις έξι εβδομάδες θα ξεπεράσει τα 5 δισ. θεταών (σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού). Παράλληλα, η FIFA έχει δηλώσει ότι αναμένει συνολικά εκτόξευση εσόδων ύψους 13 δισ. δολαρίων για την τετραετία 2023-2026, με κερασάκι στην τούρτα το κορυφαίο ποδοσφαιρικό ραντεβού, όπου αθλητισμός, τεχνολογία, μουσική, πολιτισμός, ΜΜΕ και πολιτική αλληλεπιδρούν σε πρωτοφανή επίπεδα. Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται, φυσικά, ο πρόεδρος της FIFA, ο οποίος προβάλλει τον εαυτό του ως «πάροχο ευτυχίας στην ανθρωπότητα» και άνθρωπο που ζει για να «κάνει το ποδόσφαιρο πραγματικά παγκόσμιο». Ωστόσο, εννέα χρόνια μετά την εκλογή του, οι απόψεις για την πορεία του παραμένουν βαθιά διχασμένες. Γεννημένος το 1970 στο Μπριγκ-Γκλις, στην ελβετική πλευρά των Αλπεων, ο Ινφαντίνο ήταν παιδί Ιταλών μεταναστών. Μεγάλωσε βιώνοντας, όπως λέει, διακρίσεις λόγω της καταγωγής του, αλλά και έντονη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Αν και η αγωνιστική του πορεία περιορίστηκε στην τρίτη ομάδα της τοπικής FC Brig-Glis, έδειξε από νωρίς ενδιαφέρον για την οργάνωση και τη διοίκηση. Η νομική του εκπαίδευση και η πολυγλωσσία του –μιλάει έξι γλώσσες– τον οδήγησαν στη UEFA, όπου ξεχώρισε ως ικανός διαπραγματευτής και οργανωτής. Η άνοδός του επιταχύνθηκε επί προεδρίας Μισέλ Πλατινί, αναλαμβάνοντας τη θέση του γενικού γραμματέα το 2009. Το 2015, η αποπομπή του Γάλλου πρώην σούπερ σταρ λόγω σκανδάλου άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή του κόσμου.
H «καθαρή» FIFA
Η καμπάνια του Ινφαντίνο στηρίχθηκε σε δύο βασικούς άξονες: την υπόσχεση για «καθαρή» FIFA μετά τα σκάνδαλα διαφθοράς της εποχής Μπλάτερ και την αύξηση της οικονομικής ενίσχυσης προς τις εθνικές ομοσπονδίες. Υποσχέθηκε να τριπλασιάσει τη χρηματοδότηση προς τις χώρες-μέλη, δεσμευόμενος να αξιοποιήσει νέες εμπορικές ευκαιρίες μέσω διεύρυνσης διοργανώσεων –όπως το Μουντιάλ με 48 ομάδες και το νέο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων με 32– που θα δημιουργούσαν επιπλέον έσοδα.
Τα έσοδα της FIFA από το πρώτο Μουντιάλ που θα διεξαχθεί σε τρεις χώρες με τη συμμετοχή 48 ομάδων, υπολογίζονται στα 8,73 δισ. ευρώ, ενώ θα το παρακολουθήσουν 5 δισ. τηλεθεατές, σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η εκλογή του τον Φεβρουάριο του 2016 έγινε δεκτή με ελπίδες ανανέωσης. «Θα αποκαταστήσουμε την εικόνα της FIFA», είχε δηλώσει τότε, στέλνοντας μήνυμα ρήξης με το παρελθόν. Η FIFA υπό τον Ινφαντίνο διαφημίζει «βαθιές μεταρρυθμίσεις» στη διοίκηση και στα οικονομικά, με ρεκόρ εσόδων που προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 10 δισ. δολάρια έως το 2026. Οι υποστηρικτές του τονίζουν ότι η ομοσπονδία πλέον λειτουργεί σε πιο επαγγελματική βάση, αλλά οι επικριτές επισημαίνουν ότι η ανεξαρτησία κρίσιμων επιτροπών μειώθηκε, καθώς πρόσωπα που είχαν αναλάβει την ηθική εποπτεία απομακρύνθηκαν. Επιπλέον, οι αλλαγές στο καταστατικό επιτρέπουν την παραμονή του Ελβετού στην προεδρία έως το 2031, αφού η πρώτη τριετία του δεν υπολογίζεται ως πλήρης θητεία.
Η προεδρία Ινφαντίνο χαρακτηρίζεται και από έντονη πολιτική κινητικότητα. Η συνεργασία του με ηγέτες όπως ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Σαουδάραβας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και ο εμίρης του Κατάρ δείχνει την πρόθεσή του να χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο ως εργαλείο διεθνούς διπλωματίας.
Η ανάθεση του Μουντιάλ 2022 στο Κατάρ, απόφαση που είχε ληφθεί πριν από την εκλογή του, αποτέλεσε δοκιμασία. Αν και υποστήριξε σθεναρά τη διοργάνωση, βρέθηκε στο επίκεντρο κριτικής για τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών. Το ίδιο συνέβη και με την ανάθεση του Μουντιάλ 2034 στη Σαουδική Αραβία, με οργανώσεις να κάνουν λόγο για «αθλητικό ξέπλυμα» (sportswashing).
Η πολυσυζητημένη ομιλία του την παραμονή του Μουντιάλ του Κατάρ, όπου δήλωσε πως νιώθει «Καταριανός, Αραβας, Αφρικανός, γκέι, ανάπηρος, μετανάστης εργάτης», ερμηνεύθηκε από κάποιους ως προσπάθεια συμπερίληψης, αλλά από άλλους ως ατυχής επικοινωνιακή κίνηση.
Πρώην συνεργάτες του τον περιγράφουν ως απαιτητικό, γρήγορο και προσανατολισμένο στο αποτέλεσμα, χωρίς υπομονή για «περιττές» συζητήσεις. Για τους υποστηρικτές του αυτό σημαίνει αποτελεσματικότητα· για τους επικριτές του, αυταρχισμό.
Η συχνή απουσία του από τα γραφεία της Ζυρίχης λόγω συνεχών ταξιδιών ενισχύει την εικόνα ενός προέδρου που βλέπει τη FIFA περισσότερο ως διεθνή πολιτική σκηνή παρά ως οργανισμό με καθημερινή λειτουργία. Η εγκατάστασή του για μεγάλα διαστήματα στο Κατάρ, ακόμη και εκτός διοργανώσεων, έχει επίσης προκαλέσει ερωτήματα.
Ο Ινφαντίνο συχνά παρουσιάζει το ποδόσφαιρο ως δύναμη ενότητας και αλλαγής. Στις ομιλίες του, το παιχνίδι εμφανίζεται ως «παγκόσμια γλώσσα», που μπορεί να γεφυρώσει πολιτισμικά χάσματα. Η κριτική ωστόσο εστιάζεται στο κατά πόσον αυτή η ρητορική συνοδεύεται από ουσιαστικές πρωτοβουλίες υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης ή αν περιορίζεται σε επικοινωνιακό επίπεδο.
Παράλληλα, η συνεχής εμπορευματοποίηση των διοργανώσεων και η αύξηση του αριθμού τους προκαλούν ανησυχίες για εξάντληση παικτών και υποβάθμιση του ποδοσφαίρου σε «προϊόν» με μικρότερο αθλητικό αλλά μεγαλύτερο εμπορικό χαρακτήρα.
Η συνεχής εμπορευματοποίηση των διοργανώσεων και η αύξηση του αριθμού των αγώνων προκαλούν ανησυχίες για εξάντληση των αθλητών και, κατά συνέπεια, υποβάθμιση της ποιότητας του ποδοσφαιρικού θεάματος.
Και η διαφάνεια;
Ο Ινφαντίνο έχει αναμφισβήτητα αυξήσει τα έσοδα της FIFA και έχει επεκτείνει την εμβέλεια των διοργανώσεων σε αγορές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν περιφερειακές. Εχει αναδείξει το ποδόσφαιρο σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής ισχύος, δίνοντας έμφαση στην παρουσία του σε γεγονότα και χώρες-κλειδιά. Η συζήτηση όμως για το κατά πόσον έχει εκπληρώσει την υπόσχεση για «καθαρή» και διαφανή διοίκηση παραμένει ανοιχτή. Για τους υποστηρικτές του, καταφέρνει να ισορροπεί σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο παγκόσμιο τοπίο, διασφαλίζοντας πόρους και ορατότητα για το ποδόσφαιρο σε όλες τις ηπείρους. Για τους επικριτές, η θητεία του δείχνει πώς η εξουσία μπορεί να μετατρέψει ακόμη και τον πιο υποσχόμενο μεταρρυθμιστή σε μέρος του συστήματος που κάποτε ήθελε να αλλάξει. Το βέβαιο είναι ότι, όπως είπε ένας παλιός του συνεργάτης, «ο Ινφαντίνο ζει για αυτόν τον ρόλο».


