Η εισβολή περίπου 50 μασκοφόρων οπαδών στο προπονητικό κέντρο της ομάδας πριν από 7 χρόνια, στα μέσα Μαΐου του 2018, ήταν ίσως η πιο μαύρη κηλίδα στη σύγχρονη ιστορία της Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Λίγες ώρες νωρίτερα, τα «λιοντάρια» είχαν γνωρίσει ήττα – σοκ από την αδιάφορη βαθμολογικά Μαρίτιμο, χάνοντας με οδυνηρό τρόπο μέσα από τα χέρια τους το εισιτήριο για το Champions League. Η διεκδίκηση ενός τίτλου μέσω του τελικού Κυπέλλου Πορτογαλίας δεν έμοιαζε καν με ασπιρίνη στα μάτια των αγανακτισμένων οπαδών. Η εισβολή τους ήταν ξαφνική και θυελλώδης, με πρώτο στόχο τον προπονητή, Ζόρζε Ζεσούς, αλλά και θύματα πολλούς παίκτες που τραυματίστηκαν, με πιο σοβαρές τις περιπτώσεις των Μπας Ντοστ, Ακούνια, Ουίλιαμ Καρβάλιο, Μπατάλια και Ρουί Ζοσέ.
Hταν μια σοκαριστική στιγμή που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, με πολλούς ποδοσφαιριστές να την επικαλούνται λίγο αργότερα για να πάρουν μεταγραφή σε άλλες ομάδες χωρίς τη συναίνεση της Σπόρτινγκ και σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τη χρηματιστηριακή τους αξία. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Ντάνιελ Ποντένσε. Υπέγραψε στον Ολυμπιακό έχοντας σε ισχύ συμβόλαιο με τη Σπόρτινγκ και χρειάστηκε η προσφυγή της πορτογαλικής ομάδας στο CAS για να εισπράξει ως αποζημίωση μόλις 7 εκατ. ευρώ από τα 40 που διεκδικούσε αρχικά.
Η επίθεση των οπαδών ήταν η θρυαλλίδα που προκάλεσε σαρωτικές αλλαγές στον σύλλογο, με πιο κομβική την ανάληψη της προεδρίας από τον Φρεντερίκο Βαράντα. Η ουσιαστική ενεργοποίησή του έγινε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, σχεδόν 4 μήνες μετά την εισβολή. Από τότε μέχρι σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει θεαματικά. Από τρίτο άλογο στην κούρσα, πολύ πίσω στον ανταγωνισμό από τη συμπολίτισσα Μπενφίκα και την Πόρτο, η Σπόρτινγκ εξελίχθηκε με ένα μαγικό τρόπο στην κυρίαρχη δύναμη του πορτογαλικού ποδοσφαίρου τα τελευταία χρόνια.
Τα 48 «χρυσά» πωλητήρια
Ο Βαράντα χρειάστηκε μόλις 2 χρόνια για να ξαναστήσει από την αρχή μια ομάδα εντελώς διαλυμένη, με το περιστατικό της εισβολής των οπαδών να στοιχειώνει τους πάντες. Τα επόμενα δύο πρωταθλήματα τα κατέκτησαν η Μπενφίκα και η Πόρτο, αλλά εκείνο της περιόδου 2020-21 το κέρδισε η Σπόρτινγκ, σχεδόν 40 χρόνια από το τελευταίο που είχε πανηγυρίσει, το πολύ μακρινό 1982. Τα «λιοντάρια» πήραν ξανά τον τίτλο στην Πορτογαλία τις δύο τελευταίες χρονιές (2024, 2025) και μετρούν πλέον τρία πρωταθλήματα την τελευταία πενταετία, όσα ακριβώς είχαν κατακτήσει συνολικά τα προηγούμενα 50 χρόνια. Μαζί μ’ αυτά, κέρδισε δύο Κύπελλα, τρία Λιγκ Καπ και ένα Σούπερ Καπ Πορτογαλίας, όπως και πολλά εισιτήρια που της εξασφάλισαν σταθερή παρουσία στον μαγικό κόσμο του Champions League.
Αυτή η αγωνιστική επιτυχία ήταν η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη όψη του ήταν ένα ολόχρυσο μετάλλιο σε οικονομικό επίπεδο, με τη Σπόρτινγκ να εξελίσσεται σε έναν κυρίαρχο παίκτη στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, με μυθικές πωλήσεις ποδοσφαιριστών της που φτάνουν στο εκπληκτικό (για τα κυβικά της) ποσό των 710 εκατ. ευρώ τα τελευταία 7 χρόνια. Από τότε που την ανέλαβε σε κατάσταση αποσύνθεσης ο Φρεντερίκο Βαράντα, η Σπόρτινγκ πούλησε 48 ποδοσφαιριστές της μέσα σε μια επταετία, σχεδόν όλους με μεγάλα κέρδη, έχοντας πάντα τον τρόπο να τους αναπληρώνει με ισάξιους ή και καλύτερους αντικαταστάτες. Κάποιοι εξ αυτών είναι δικά της παιδιά από τις Ακαδημίες της, αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις είναι έξυπνες αγορές παικτών, τους οποίους τους βελτιώνει θεαματικά σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και τους προβάλλει στη βιτρίνα της, την οποία παρακολουθούν όλα τα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης.

Το σκανάρισμα του Αμορίμ
Αρχιτέκτονας αυτής της χρυσοφόρας πολιτικής ήταν ο Ρούμπεν Αμορίμ, ένας άσημος νεαρός προπονητής όταν τον επέλεξε ο Βαράντα για τη Σπόρτινγκ, ο οποίος εξελίχθηκε με τον ίδιο θεαματικό τρόπο με τους παίκτες που τους διάλεγε, τους αξιοποιούσε και στη συνέχεια τους μοσχοπουλούσε. Ο 40χρονος προπονητής έγινε το ζωντανό παράδειγμα της ίδιας της στρατηγικής του, όταν πουλήθηκε κι αυτός στα μέσα της περασμένης σεζόν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έναντι 10 εκατ. ευρώ, ποσό που θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερο, αλλά έμεινε σ’ αυτά τα επίπεδα ως ένδειξη αναγνώρισης της τεράστιας προσφοράς του από τον Βαράντα.
Ο Αμορίμ έχει έναν εκπληκτικό τρόπο να «σκανάρει» την αγορά και να ανακαλύπτει διαμαντάκια που ακόμα δεν έχουν αναδειχθεί στον βαθμό που υπόσχεται το ταλέντο τους. Στη θητεία του στη Σπόρτινγκ, δεν επέλεγε υποχρεωτικά παίκτες-στοιχήματα τους οποίους έβλεπε μόνο αυτός και αγνοούσαν όλοι οι άλλοι. Για να αποκτήσει κάποιους απ’ αυτούς, τους χρυσοπλήρωνε, με κορυφαίο παράδειγμα τον Γκιόκερες, τον παίκτη που έφερε τα περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο στα ταμεία της ομάδας. Τα «λιοντάρια» τον απέκτησαν σε ηλικία 23 ετών δαπανώντας 24 εκατ. ευρώ, ποσό ρεκόρ στην ιστορία τους.
Πολλοί είχαν χαρακτηρίσει τρελό τον Αμορίμ όταν έδωσε στην Κόβεντρι σχεδόν 20 φορές παραπάνω χρήματα απ’ όσα είχε δαπανήσει δύο χρόνια νωρίτερα για να τον αγοράσει από την Μπράιτον έναντι 1,2 εκατ. ευρώ, αλλά η συνέχεια τον δικαίωσε πανηγυρικά. Ο Σουηδός στράικερ πουλήθηκε πριν λίγες εβδομάδες με 65,8 εκατ. ευρώ στην Αρσεναλ, συν άλλα 10 εκατ. με τη μορφή (εφικτών) μπόνους. Είναι το μεγαλύτερο ποσό που εισέπραξε ποτέ η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, πολύ περισσότερα από τα 19 εκατ. ευρώ που είχε πάρει το 2003 για να παραχωρήσει τον Κριστιάνο Ρονάλντο στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Σε απόλυτους αριθμούς, το μεγαλύτερο κέρδος της Σπόρτινγκ έχει προκύψει από τον Μπρούνο Φερνάντες τον οποίο απέκτησε με 9,7 εκατ. ευρώ από τη Σαμπντόρια και τον πούλησε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 65 εκατ. ευρώ, σχεδόν 55 εκατ. παραπάνω. Η πορτογαλική εφημερίδα «Α Bola» δημοσίευσε πρόσφατα μια λίστα από τις 48 πωλήσεις που έκανε η Σπόρτινγκ Λισαβόνας επί των ημερών του Φρεντερίκο Βαράντα, την τελευταία επταετία. Τα ποσά της λίστας είναι κατά προσέγγιση μερικών χιλιάδων ευρώ πάνω κάτω, χωρίς να περιλαμβάνονται τα μπόνους, με τα οποία το κέρδος αυξάνεται θεαματικά σε αρκετές περιπτώσεις. Το άθροισμα των εισπράξεων φτάνει στα 710,45 εκατ. ευρώ χωρίς τα μπόνους, σε μια λίστα 48 ονομάτων που είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα έτσι όπως τη δημοσίευσε η «Α Bola»:
Βαγιαννίδης, το επόμενο πρότζεκτ
Στη λίστα αυτή ίσως προστεθεί σε 2-3 χρόνια και το όνομα του Γιώργου Βαγιαννίδη. Ο 24χρονος αμυντικός του Παναθηναϊκού αποχαιρετά τον Παναθηναϊκό για τους «πράσινους» της Λισαβόνας, με ποσό ρεκόρ για την ιστορία του «τριφυλλιού». Ο Βαγιαννίδης είχε μπει από πέρυσι στο στόχαστρο του Αμορίμ, αλλά όχι με την «κάψα» που είχε τότε για τον Φώτη Ιωαννίδη. Η Σπόρτινγκ παρέμεινε υπομονετικά έξω από την πόρτα του Παναθηναϊκού και για να την ανοίξει, έφτασε την προσφορά σε ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που είχε δώσει την προηγούμενη χρονιά για τον Γκιόκερες. Μαζί με τον διεθνή επιθετικό, είχε στη λίστα της και τον Βαγιαννίδη, τους οποίους ήθελε να πάρει «πακέτο» με ένα ποσό λίγο παραπάνω από 30 εκατ. ευρώ. Η απόφαση του Παναθηναϊκού ήταν να αγνοήσει αυτά τα τεράστια ποσά και να τους διατηρήσει και τους δύο στο ρόστερ του, χωρίς να λυγίσει από τη μεγάλη επιμονή της πορτογαλικής ομάδας.
Παρά την αποχώρηση του Αμορίμ, ο Βαγιαννίδης παρέμεινε πολύ ψηλά στη λίστα της Σπόρτινγκ, με την αξία του να υπερδιπλασιάζεται μόλις σε έναν χρόνο. Η μεταγραφή του έκλεισε στα 13+2 εκατ. ευρώ και 15% ποσοστό μεταπώλησης, σε μια win – win συμφωνία για όλες τις πλευρές. Η πρωταθλήτρια Πορτογαλίας κερδίζει έναν παίκτη που τον ήθελε πολύ και το έδειξε με κάθε τρόπο, ο Παναθηναϊκός γεμίζει τα ταμεία του με την (μακράν) πιο ακριβή πώληση στην ιστορία του, ενώ ο Βαγιαννίδης που είχε πέρυσι τέτοια εποχή απολαβές μόλις 180 χιλ. ευρώ ετησίως, υπέγραψε πενταετές συμβόλαιο με συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες των 7,5 εκατ. ευρώ, συν γενναία μπόνους. Και πάνω απ’ όλα, έδεσε το μέλλον του με μια ομάδα υψηλού επιπέδου, κυρίαρχη στη χώρα της και με σταθερή παρουσία στο Champions League, η οποία ξέρει να αυξάνει την αγωνιστική και τη χρηματιστηριακή αξία των παικτών της.
Για να πετύχει αυτή την αγωνιστική και οικονομική υπεραξία, η Σπόρτινγκ δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Θα κάνει τα πάντα για να προσφέρει στον Βαγιαννίδη ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, μέσα από το οποίο θα μπορέσει να εξελιχθεί και να αποτελέσει άλλο ένα «χρυσαφικό» στη λαμπερή βιτρίνα της. Οπως αποκάλυψε η «Record», η πρωταθλήτρια Πορτογαλίας του προσφέρει προσωπικό σεφ για να καθορίζει το ποιοτικό διαιτολόγιο του, οδηγό για να μη σπαταλά πολύτιμο χρόνο στις μετακινήσεις του μέχρι να μάθει τους δρόμους της Λισαβόνας και καθηγητή πορτογαλικών, ώστε να μάθει τη γλώσσα και να προσαρμοστεί πιο γρήγορα στο νέο του περιβάλλον. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Οι κάθε είδους υπεραξίες γεννιούνται με σκληρή δουλειά, σωστή οργάνωση και προσοχή στις λεπτομέρειες, όπως ορίζει το σλόγκαν μιας παλιάς διαφήμισης: δεν έτυχε, πέτυχε.

