Η νίκη επί της Κολομβίας με 2-1 σε ένα πολύ αγχωτικό παιχνίδι για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ήταν μια μεγάλη ανάσα για την Βραζιλία που μέχρι τότε βρισκόταν μεταξύ σφύρας και άκμονος, ανήμπορη να κλείσει από νωρίς και με πειστικό τρόπο ένα εισιτήριο για το μεγάλο ποδοσφαιρικό ραντεβού του 2026, στα γήπεδα των ΗΠΑ, του Μεξικού και του Καναδά.
Αν και ο αριθμός των ομάδων της Ν. Νοτίου Αμερικής που εξασφαλίζουν απ’ ευθείας πρόκριση στο Μουντιάλ είναι πια 6, με τον 7ο της βαθμολογίας να δίνει ως μεγάλο φαβορί διπλούς αγώνες πλέι οφ με τον εκπρόσωπο της Ωκεανίας, η «σελεσάο» αγκομαχούσε να πείσει εχθρούς και φίλους ότι η φανέλα της ήταν σφυρηλατημένη από το μέταλλο και τη λάμψη του ένδοξου παρελθόντος. Και λίγο πριν από την αναμέτρηση – μαρτύριο κόντρα στην Αργεντινή ήλθε αυτή η νίκη επί της Κολομβίας να διώξει τα φαντάσματα και να προσφέρει τη σιγουριά πως ό,τι κι αν γίνει στη συνέχεια, η Βραζιλία έχει εξασφαλίσει έστω και με καθυστέρηση την παρουσία της στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, λίγο πιο ψηλά στο χάρτη από τα δικά της μέρη, στην ίδια πλευρά του Ατλαντικού.
Η νίκη αυτή αποδείχθηκε τελικά χρυσόσκονη. Χρυσή γιατί «σφράγισε» σε μεγάλο βαθμό την πρόκριση και σκόνη γιατί έριξε απλώς στάχτη στα μάτια, δημιουργώντας ψευδείς εντυπώσεις. Λίγα 24ωρα αργότερα, η Αργεντινή (χωρίς τον Μέσι) έκανε σκόνη και θρύψαλα την Βραζιλία των Βινίσιους Τζούνιορ, Ροντρίγκο και Ραφίνια, με το εμφατικό 4-1 να προκαλεί σοκ στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Η αλήθεια είναι ότι παρά τη νίκη επί της Κολομβίας, οι Βραζιλιάνοι δεν πήγαν στην Αργεντινή με τον αέρα του φαβορί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περίμεναν να βρεθούν ενώπιον μιας ιστορικής συντριβής.
Η κατάρρευση της «σελεσάο» προκάλεσε ένα τσουνάμι οργισμένων αντιδράσεων από τους πάντα απαιτητικούς οπαδούς της, με τον Ντοριβάλ Τζούνιορ να πληρώνει πρώτος απ’ όλους το μάρμαρο της αποτυχίας. Ο 62χρονος προπονητής ανέλαβε τη εθνική ομάδα τον Ιανουάριο του 2024 με το χαρακτήρα του προσωρινού, μιας και ο διακαής στόχος των ανθρώπων της ομοσπονδίας ήταν ο Κάρλος Αντσελότι και έδειχναν πρόθυμοι να τον περιμένουν χωρίς εμπόδια στον δρόμο του. Ο Ιταλός πρόλαβε το επόμενο καλοκαίρι να σηκώσει άλλη μια κούπα Champions League και μοιραία τα όποια σενάρια αποχώρησής του από τη «βασίλισσα» πνίγηκαν στην σαμπάνια της επιτυχίας. Ο Αντσελότι παρέμεινε στη Ρεάλ (τουλάχιστον) για έναν ακόμη χρόνο και το συμβόλαιο του Ντοριβάλ Τζούνιορ μετατράπηκε από προσωρινό σε μόνιμο, όσο μόνιμο μπορεί να είναι, βέβαια, ένα συμβόλαιο σε μια δουλειά που θρέφεται από τις νίκες και όχι τις υπογραφές.
Με τη νίκη επί της Κολομβίας, η Βραζιλία ξεκόλλησε από την 6η θέση και έπαψε να νιώθει την ανάσα της Βενεζουέλας που περίμενε ένα στραβοπάτημά της για να παραμείνει σε απόσταση βολής στη διεκδίκηση ενός επ’ ευθείας εισιτηρίου για την τελική φάση. Αυτή η νίκη φάνηκε να δίνει οξυγόνο σε όλους, αλλά η φιάλη κράτησε μέχρι το ματς με την Αργεντινή. Το 4-1 είναι ένα σκορ πολύ βαρύ για να το αντέξει ακόμα και η απαξιωμένη Βραζιλία των τελευταίων χρόνων και λίγα 24ωρα αργότερα, ο Ντοριβάλ Τζούνιορ πέρασε την πόρτα της εξόδου το ίδιο αθόρυβα όσο όταν είχε εμφανιστεί από την απέναντι πλευρά. Η Βραζιλία είναι ξανά σε αναζήτηση προπονητή και τα ράφια που ψάχνει για να τον βρει δεν είναι από τα μέρη της…
Για την βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική κουλτούρα είναι σχεδόν ντροπιαστικό ότι η χώρα δεν διαθέτει μια ηγετική προσωπικότητα ικανή να δώσει όραμα, να συσπειρώσει τους πάντες και να ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη της αποτυχίας. Μέχρι τώρα, ουδέποτε στην ιστορία κάθισε στον πάγκο της «σελεσάο» ξένος προπονητής, αλλά όλα δείχνουν ότι πολύ σύντομα το κάστρο θα πέσει και αυτή η αιωνόβια παράδοση θα σπάσει. Κι αυτό έχει προκαλέσει μια ιδιαίτερη κατάσταση, όπου αρκετοί υπερασπίζονται την ιδέα να ξεκολλήσει η ομάδα από μια αραχνιασμένη τοπικιστική λογική για να βρει επιτέλους έναν άνθρωπο ικανό να τη βοηθήσει να επιστρέψει στις επιτυχίες, ενώ αρκετοί άλλοι ανατριχιάζουν και μόνο στη σκέψη ότι το κάστρο θα πέσει από μέσα. Στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, στα δικά τους μάτια μοιάζει ακατανόητο ότι η Βραζιλία θα αναγκαστεί να συρθεί στην επιλογή ξένου προπονητή, σε μια προσπάθεια να δει λίγο φως στην άκρη του τούνελ.
Το ίδιο σοκ και δέος είχε ζήσει και η Αγγλία όταν πριν από 24 χρόνια η ομοσπονδία αποφάσισε να δώσει τα κλειδιά της εθνικής ομάδας στον Σβεν Γκόραν Έρικσον. Ο Σουηδός προπονητής ανέλαβε τα «τρία λιοντάρια» το μακρινό 2001, χωρίς μέχρι τότε να έχει την παραμικρή επαφή με το αγγλικό ποδόσφαιρο, με την τόσο ιδιαίτερη παράδοση και κουλτούρα. Κανείς δεν δάκρυσε από τις επιτυχίες που (δεν) έφερε η πενταετής παρουσία του στον πάγκο της Αγγλίας και το παράδειγμα αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα για όλους όσοι υποστηρίζουν ότι η Βραζιλία οφείλει να σεβαστεί την ιστορία της και να μην παραδοθεί στα χέρια ενός ξένου.
Η περίπτωση του Κάρλος Αντσελότι μοιάζει να απομακρύνεται κι αυτή τη στιγμή θεωρείται εκτός κάδρου. Όση πίεση κι αν δέχεται ο Ιταλός τεχνικός από τους Βραζιλιάνους παίκτες της Ρεάλ και ειδικά τον Βινίσιους Τζούνιορ, είναι πια στα 66του χρόνια, στη δύση της μεγάλης καριέρας του, απόλυτα χορτασμένος απ’ όσα μοναδικά έχει πετύχει κυρίως με τη Μίλαν και τη Ρεάλ. Τον γοητεύει μεν η ιδέα να ζήσει μια ξεχωριστή εμπειρία σε μία χώρα που λατρεύει το ποδόσφαιρο και έχει χαράξει τη δική της διαδρομή στην Ιστορία του, αλλά δεν μοιάζει αποφασισμένος να περάσει αυτή τη δοκιμασία που απαιτεί πολύ χρόνο, ισχυρό κίνητρο και μεγάλη αφοσίωση μέχρι να αρχίσει να αποφέρει καρπούς. Και ο Αντσελότι, τώρα τουλάχιστον γιατί στη ζωή ποτέ δεν ξέρεις, δεν εμφανίζεται πρόθυμος να μπει σε μια τέτοια δοκιμασία τώρα που ετοιμάζεται να γράψει τον επίλογο της μεγάλης καριέρας του.
Να είναι άραγε ο Αμπέλ Φερέιρα αυτός που θα πάρει το «δακτυλίδι» του εκλεκτού; Ο Πορτογάλος πρώην προπονητής του ΠΑΟΚ δουλεύει στη Βραζιλία από τα τέλη του 2020 και έχει σημειώσει σπουδαίες επιτυχίες στον πάγκο της Παλμέιρας, με την οποία κατέκτησε (ο μόνος μαζί με τον Μπιάνκι) δύο συνεχόμενα Copa Limbertadores, μια διοργάνωση που για τους Νοτιοαμερικάνους έχει την ίδια αίγλη με το δικό μας Champions League. Λόγω της σχεδόν πενταετούς παρουσίας του στη Βραζιλία, της κοινής γλώσσας και κουλτούρας, συν το επιτυχημένο έργο του, ο Φερέιρα είναι μια ισχυρή υποψηφιότητα και είναι κατά κάποιο τρόπο αποδεκτός απ’ αυτούς που δεν θέλουν να δουν ξένο προπονητής στον πάγκο της «σελεσάο».
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Θεωρητικά, χρόνος υπάρχει και η πίεση δεν είναι μεγάλη από τη στιγμή που η πρόκριση στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2026 είναι σχεδόν δεδομένη. Το ζητούμενο, όμως, για τους Βραζιλιάνους δεν είναι να βρεθεί απλώς ένας προπονητής που θα οδηγήσει την ομάδα τους σ’ αυτή τη διοργάνωση αλλά να βρουν τον προπονητή που θα την ξαναφέρει στο δρόμο με τις μεγάλες επιτυχίες.
Από το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο που κατέκτησε η Βραζιλία το 2002 στην Ν. Κορέα – Ιαπωνία, έχουν περάσει 23 ολόκληρα χρόνια γεμάτα από χαμηλές πτήσεις, ανώμαλες προσγειώσεις και ανείπωτες συντριβές. Η πληγή του 7-1 από τη Γερμανία στον ημιτελικό του Π.Κ 2014 μέσα στο δικό τους σπίτι δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ για του Βραζιλιάνους. Η επιτυχία του 2019 όταν κατέκτησαν το Copa America μέσα στο σπίτι τους, αποδείχθηκε απλώς μια ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Η ομάδα τους δεν είναι πια ανταγωνιστική στο πιο υψηλό επίπεδο και δεν είναι μόνο αυτό. Το χειρότερο στα μάτια τους είναι ότι η Αργεντινή σαρώνει τα πάντα τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 στο Κατάρ, συν φυσικά τα δύο διαδοχικά Copa America του 2021 και 2024.
Ήλθε κι αυτό το εκκωφαντικό 4-1 από την Αργεντινή πριν λίγες μέρες για να ρίξει κι άλλο αλάτι στην πληγή, με τους Βραζιλιάνους να δείχνουν ανήμποροι να το διαχειριστούν. Η αλλαγή προπονητή και η επιλογή ενός ξένου ίσως αποδειχθεί ένα γρήγορο παυσίπονο, δεν αρκεί όμως για να δώσει λύσεις. Το γιατί το άλλοτε λαμπερό βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο διανύει καιρό τώρα περίοδο παρατεταμένης παρακμής για τα μέτρα και τα κυβικά του, είναι ένα θέμα που ξεπερνάει το «αγκάθι» του προπονητή. Οι ρίζες είναι πολύ βαθύτερες και πιέζουν τη Βραζιλία να το δει άμεσα αλλιώς και να αλλάξει πορεία πλεύσης…

