Γιατί ο Καρέτσας επέλεξε την Ελλάδα

Στο σκληρό «μπρα ντε φερ» μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για τα μάτια του Κωνσταντίνου Καρέτσα, ένα δυνατό σπρώξιμο από τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς τράνταξε το τραπέζι και έντυσε τελικά τη νίκη με γαλανόλευκο χρώμα, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά

6' 59" χρόνος ανάγνωσης

Στο σκληρό «μπρα ντε φερ» μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για τα μάτια του Κωνσταντίνου Καρέτσα, ένα δυνατό σπρώξιμο από τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς τράνταξε το τραπέζι και έντυσε τελικά τη νίκη με γαλανόλευκο χρώμα, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά

Ο ποδοσφαιρικός κόσμος του Βελγίου είναι σαφώς πιο λαμπερός από τον δικό μας και όλοι οι ειδικοί του ποδοσφαίρου που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την εξέλιξη ενός από τα μεγαλύτερα wonderkids του παγκοσμίου ποδοσφαίρου στις μέρες μας, στοιχημάτιζαν ότι την ώρα της δύσκολης απόφασης, ο Καρέτσας και η οικογένειά του θα επέλεγαν τη βελγική ποδοσφαιρική ιθαγένεια και όχι την ελληνική. Και έμοιαζε πολύ λογική αυτή η επιλογή, όχι μόνο επειδή ο 17χρονος άσος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βέλγιο έχοντας ανατραφεί με την κουλτούρα και τη νοοτροπία αυτής της ιδιαίτερης χώρας, αλλά κυρίως επειδή αυτή η πόρτα θα τον οδηγούσε πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο εύκολα στα πιο λαμπερά σαλόνια του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Η δεκαετία 2004-14 ήταν η εξαίρεση ενός κανόνα που ήθελε την εθνική μας ομάδα μονίμως απούσα από την τελική φάση των μεγάλων διοργανώσεων, με μοναδικές άλλες παρενθέσεις τη συμπαθητική παρουσία της στο Κύπελλο Εθνών το 1980 και την καταστροφική συμμετοχή το 1994 στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ. Αντίθετα, το Βέλγιο ήταν, είναι και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που είναι πάντα παρούσες στις μεγάλες διοργανώσεις. Κάνει, μάλιστα, πολύ αξιόλογες πορείες, έστω κι αν ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει έως το τέλος της διαδρομής όπως η «γαλανόλευκη» το 2004, στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Κι αυτή η συνέπεια στα μεγάλα ραντεβού μαζί με τη χρυσόσκονη που κάνει πάντα λαμπερή τη φανέλα της, συνθέτουν ένα πολύ ισχυρό διαβατήριο που δίνει η εθνική Βελγίου εφόδιο στους παίκτες της.

Οι «κόκκινοι διάβολοι» ανήκουν στην πλειονότητά τους σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες και για να βρουν τη θέση τους εκεί, σίγουρα μέτρησε ότι είχαν στην τσέπη τους αυτό το πανίσχυρο ποδοσφαιρικό διαβατήριο που ανοίγει πιο εύκολα όλες τις πόρτες.

Προφανώς και ο Κωνσταντίνος Καρέτσας τα σκέφτηκε και τα μέτρησε όλα αυτά όταν έφτασε η ώρα της μεγάλης απόφασης. Εχοντας πολλές συμμετοχές σε όλες τις μικρές εθνικές ομάδες του Βελγίου, ήταν θέμα χρόνου να παίξει και στο πιο υψηλό επίπεδο με την ομάδα των αντρών, με πρόσθετο δέλεαρ την πιθανή συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026. Οι Βέλγοι θα ξεκινήσουν, όπως πάντα, με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις στην προκριματική φάση της διοργάνωσης σε σχέση με την εθνική μας κι αυτό είναι ένα «χαρτί» που όταν έπεσε στο τραπέζι, πολλοί πίστευαν ότι θα καθορίσει την ποδοσφαιρική του ιθαγένεια τώρα που φτάνει στη φάση της ενηλικίωσης.

Κόντρα στις δυσοίωνες προβλέψεις, ο Κωνσταντίνος επέλεξε τελικά την εθνική μας ομάδα. Οχι επειδή εκτιμά ότι θα βγει στον αφρό αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι θα ανταγωνιστεί σπουδαία ταλέντα όπως ο Κωνσταντέλιας και ο Μουζακίτης για μια θέση στην ενδεκάδα, αλλά επειδή άκουσε τη φωνή της καρδιάς του αντί για το συμφέρον του. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ο πατέρας του, Βάιος, ο οποίος έπαιζε ποδόσφαιρο σε πιο χαμηλές κατηγορίες όσο ζούσε στην Ελλάδα, πριν πάρει τη δύσκολη απόφαση να ξεριζωθεί για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο Βέλγιο. Και σίγουρα, την καθοριστική πινελιά την έβαλαν όλες αυτές οι γλυκιές αναμνήσεις από τα όμορφα καλοκαίρια που περνούσε από μικρό παιδί στην πατρίδα των γονιών του, αγκαλιά με τους ανθρώπους της οικογένειάς του και όλους τους φίλους που έκανε στις Σέρρες, την πόλη της καταγωγής του πατέρα του, ή την Αθήνα, απ’ όπου κατάγεται η μητέρα του.

Πολύ μεγάλη συμβολή σ’ αυτήν την απόφαση είχαν ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς και όλοι οι άνθρωποι της ΕΠΟ που χειρίστηκαν το θέμα με επιμονή και λεπτότητα, βοηθώντας να γείρει η πλάστιγγα προς τη δική μας πλευρά. Από τότε που άνθισε το ταλέντο του και άρχισε να ξεχωρίζει, η Ομοσπονδία είχε προσεγγίσει την οικογένειά του και είχε μια διακριτική επαφή μαζί της, με στόχο να επηρεάσει κατά το δυνατόν τις εξελίξεις όταν θα ερχόταν η ώρα των μεγάλων αποφάσεων. Και όταν έφτασε η στιγμή, ο Γιοβάνοβιτς ήταν αυτός που πήρε την πρωτοβουλία και πήγε στο Βέλγιο συνοδευόμενος από τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη και τον Βασίλη Τοροσίδη, μίλησε για πολλές ώρες με τον ίδιο και τους γονείς του κι όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ πειστικός, σε σημείο να πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό τη στροφή που έκαναν προς την εθνική μας.

«Πραγματικά δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Πηγαίνω διακοπές στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Το φαγητό, η κουλτούρα… Αυτό είναι κάτι πολύ δυνατό στην οικογένειά μας. Οι Ελληνες είναι περήφανοι, όπως και εγώ, που είμαι Ελληνας. Ειλικρινά δεν ξέρω ακόμα. Από τη μία, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, αλλά το Βέλγιο είναι η χώρα όπου πήρα τις ευκαιρίες. Αρα είναι μια δύσκολη απόφαση» είχε δηλώσει πριν λίγους μήνες ο Κωνσταντίνος Καρέτσας, όταν είχε ξεκινήσει η διελκυστίνδα μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου, με έπαθλο την ποδοσφαιρική του ιθαγένεια. Και όταν ήλθε η ώρα να ανακοινώσει την τελική του απόφαση, το έκανε με λόγια γεμάτα Ελλάδα: «Η καρδιά μου κτυπάει μόνο για την Ελλάδα, η πατρίδα μου με καλύπτει απόλυτα».

Για τους μη γνωρίζοντες, ο Καρέτσας θεωρείται μαζί με τον 19χρονο Αρτούρ Βερμίρεν της Αντβέρπ το next big thing του βελγικού ποδοσφαίρου. Γεννημένος στο Βέλγιο στις 19 Νοεμβρίου του 2007 από Ελληνες μετανάστες, ξεχώρισε από πολύ μικρή ηλικία για την εκπληκτική τεχνική του κατάρτιση, την ιδιαίτερη επαφή του με την μπάλα και το χάρισμα που έχει να «διαβάζει» το παιχνίδι παίρνοντας ενστικτωδώς τις καλύτερες αποφάσεις, με την ωριμότητα ενός πολύπειρου ποδοσφαιριστή. Με προπονητή τον πατέρα του σε μια μικρή συνοικιακή ομάδα της Γκενκ, πέτυχε περισσότερα από… 200 γκολ στο αντίστοιχο παιδικό πρωτάθλημα και τράβηξε αμέσως την προσοχή της μεγάλης επαγγελματικής ομάδας της πόλης, η οποία τον πήρε αμέσως στα φυτώριά της.

Σ’ αυτή την ηλικία ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά και για να μπορέσει να έχει ανταγωνισμό ώστε να εξελιχθεί, η οικογένειά του πήρε τη δύσκολη απόφαση να τον στείλει οικότροφο στις Βρυξέλλες, στα τμήματα υποδομής της Αντερλεχτ που θεωρούνται τα καλύτερα στο Βέλγιο. Ηταν τότε μόλις 12 χρονών και είχε μια δύσκολη προσαρμογή εκεί, καθώς πέρα από την έλλειψη της οικογένειας σε τόσο τρυφερή ηλικία, δεν μιλούσε τη… γλώσσα και έπρεπε να τη μάθει. Σε μια δίγλωσση χώρα, ο Κωνσταντίνος είχε μεγαλώσει στην Γκενκ όπου μιλούν φλαμανδικά και έπρεπε να ζήσει στις Βρυξέλλες, όπου κυριαρχεί η γαλλική γλώσσα.

Η αποκοπή από την αγκαλιά της οικογένειας σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση για όλους και έτσι λίγο πριν γίνει 15 χρονών, πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφήσει την Αντερλεχτ και να επιστρέψει στην Γκενκ, αγνοώντας τις «σειρήνες» μεγάλων ευρωπαϊκών κλαμπ όπως ο Αγιαξ, η Μάντσεστερ Σίτι, η Μίλαν και η Λειψία που έφτασαν μέχρι την πόρτα του σπιτιού του για να πείσουν τους γονείς του να τις εμπιστευτούν και να τον πάρουν μαζί τους.

Η οικογένεια έκρινε ότι σ’ αυτή την ηλικία το παιδί έπρεπε να επιστρέψει κοντά τους. Ο Κωνσταντίνος γύρισε στην Γκενκ και αμέσως η καριέρα του απογειώθηκε, με τις πρώτες εμφανίσεις του σε ηλικία 15 χρονών στη β’ ομάδα της και στο πρωτάθλημα της 2ης κατηγορίας του Βελγίου. Ανταγωνιζόμενος εκεί 20χρονους και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας ποδοσφαιριστές, έδωσε στο ντεμπούτο του (13 Αυγούστου 2023 κόντρα στην Μπέβερεν) μια εκπληκτική ασίστ και σε ηλικία 15 ετών και 267 ημερών, έσπασε το ρεκόρ του νεότερου ποδοσφαιριστή στις επαγγελματικές κατηγορίες του Βελγίου που είχε συμμετοχή σε γκολ. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου, πέτυχε ένα υπέροχο γκολ με το δεξί (παρότι αριστεροπόδαρος) και έγραψε ξανά ιστορία, καθώς έγινε ο νεότερος σκόρερ όλων των εποχών σε επαγγελματικό πρωτάθλημα του Βελγίου.

Το ποτάμι δεν γινόταν να γυρίσει πίσω. Σε ηλικία 16,5 ετών (έκανε ντεμπούτο το Μεγ. Σάββατο 4 Μαΐου 2024), ο Καρέτσας άρχισε να παίρνει χρόνο συμμετοχής με την Γκενκ στο πρωτάθλημα Βελγίου, σε πολύ υψηλό επίπεδο καθώς η ομάδα του κάνει πρωταθλητισμό και η πίεση είναι τεράστια. Μετρά φέτος 2 γκολ και 4 ασίστ σε 27 αγώνες της 1ης κατηγορίας, με την Γκενκ να θεωρείται σίγουρη πρωταθλήτρια αφού έχει 61 βαθμούς σε 27 παιχνίδια, 9 παραπάνω από την Κλαμπ Μπριζ του Τζιόλη, σύντομα συμπαίκτη του στην εθνική μας ομάδα με τον οποίο έχει και ένα άλλο κοινό. Είναι και οι δύο φανατικοί οπαδοί του ΠΑΟΚ, με τη διαφορά ότι ο Χρήστος έχει ήδη προλάβει να φορέσει την ασπρόμαυρη φανέλα του, ενώ ο Κωνσταντίνος προς το παρόν μόνο το ονειρεύεται, όπως είπε όταν πήγε το περασμένο καλοκαίρι να τον δει σε ένα παιχνίδι της προετοιμασίας του: «Ο ΠΑΟΚ είναι η ομάδα μου, τον παρακολουθώ από 3 ετών. Μια μέρα θα παίξω εδώ».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT