Η καταληκτική ημερομηνία στο συμβόλαιο ενός προπονητή είναι ένας στόχος που δύσκολα εκπληρώνεται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ειδικά στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, όπου ένας αναδεικνύεται νικητής και όλοι οι υπόλοιποι «τρώνε τη σκόνη του», υπό το πρίσμα της αμερικανικής αντίληψης ότι «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα».
Με τη βιομηχανοποίηση του ποδοσφαίρου, η λύση του συμβολαίου ενός προπονητή έχει πάψει πια να είναι φθηνή υπόθεση. Ακόμα και προπονητές με τεράστιο εκτόπισμα, έχουν συνήθως μικρότερα συμβόλαια απ’ αυτά που απολαμβάνουν οι αστέρες των ομάδων τους. Εστω κι έτσι, δεν παύουν να αποτελούν μακροχρόνια συμβόλαια ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ που, όταν έρχεται η ώρα να σπάσουν, ο λογαριασμός αποδεικνύεται πολύ τσουχτερός.
Μια επιταγή αποζημίωσης έχει ένα νούμερο με πολλά μηδενικά στο τέλος, χωρίς πάντως αυτό το βαρύ τίμημα να αλλάζει τη σειρά των πραγμάτων. Οταν οι πολυεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες λάβουν την απόφαση να αλλάξουν έναν προπονητή, δεν αποθαρρύνονται από την παχυλή αποζημίωση που θα κληθούν να πληρώσουν. Τη θεωρούν αναγκαίο έξοδο και αναλαμβάνουν το κόστος, με πλήρη επίγνωση ότι ενδεχομένως θα βρεθούν στην ίδια θέση λίγους ή περισσότερους μήνες αργότερα, όταν αποφασίσουν να αλλάξουν και τον επόμενο προπονητή που έχουν επιλέξει. Αφού αποδεικνύεται στην πράξη εξαιρετικά δύσκολο να έχουν έναν επιτυχημένο «γάμο», αναζητούν τουλάχιστον ένα επιτυχημένο «διαζύγιο».
Η τελευταία ηχηρή απομάκρυνση ενός προπονητή από ομάδα που βρίσκεται στα ψηλά πατώματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, είναι αυτή του Ερικ τεν Χαγκ από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον περασμένο Οκτώβριο, μόλις τρεις μήνες μετά την επέκταση του συμβολαίου του, με καλύτερους όρους από το προηγούμενο. Αυτή η επέκταση ερμηνεύτηκε από πολλούς σαν κίνηση απελπισίας, κόντρα στα πολύ άσχημα αποτελέσματα που είχαν οι «κόκκινοι διάβολοι» από όταν ανέλαβε την τύχη τους ο Ολλανδός τεχνικός.
Οποιο μήνυμα κι αν θέλησαν να στείλουν η οικογένεια Γκλέιζερ και ο σερ Τζιμ Ράτκλιφ, στους παίκτες και τους οπαδούς της ομάδας, στηρίζοντας τον Τεν Χαγκ, έπεσε στο κενό. Οι προπονητές θρέφονται από τα αποτελέσματα και αυτά ήταν τόσο «φτωχά» στη θητεία του Ολλανδού, που το παχυλό του νέο συμβόλαιο δεν αρκούσε από μόνο του για να τον σώσει.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με επίκεντρο τα οικονομικά πεπραγμένα της στο τελευταίο τρίμηνο του 2024, η απόλυση του Ερικ τεν Χαγκ και των άμεσων συνεργατών του (Χάκε, Τεν Ρούβαλαρ και Μόρελ) στοίχισε περίπου 12,5 εκατ. ευρώ, ποσό που όσο και αν φαίνεται μεγάλο, στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρό σε σχέση με άλλες αποζημιώσεις που έχουν δοθεί σε συναδέλφους του, τα τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτό το ποσό ίσως πρέπει να προστεθούν και άλλα 5 εκατ. ευρώ που κόστισε και η απόλυση του Νταν Ασγουορθ, μόλις 159 ημέρες μετά την περιπετειώδη πρόσληψή του στο πόστο του αθλητικού διευθυντή, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις με τη Νιούκαστλ.
Η βαριά σκιά του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον στοιχειώνει όλους τους διαδόχους του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμα και αυτούς που είχαν μεγάλο «όνομα» και τεράστιες διακρίσεις στο βιογραφικό τους. Από το 2013 που αποχώρησε ο Σκωτσέζος τεχνικός, μέχρι την απόλυση του Τεν Χαγκ, οι «μπέμπηδες» είχαν καταβάλει για αποζημιώσεις προπονητών περίπου 73 εκατ. ευρώ. Τα 10 εκατ. από αυτά μπήκαν στον λογαριασμό του Λουίς φαν Γκάαλ και άλλα 24 εκατ. στην τσέπη του Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος μάλλον έχει εισπράξει στην καριέρα του περισσότερα χρήματα από τις αποζημιώσεις παρά από τα συμβόλαιά του.
Εξαργυρώνοντας τη φήμη και τις επιτυχίες του, ο «Special One» έχει κάνει σπουδαίες συμφωνίες με τις ομάδες που προπονεί, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη. Κάθε διαζύγιό του αποδείχθηκε «χρυσωρυχείο», με όρους προσυμφωνημένους και καλά «δεμένους» από τους δικηγόρους του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Top10 των αποζημιώσεων που έχουν δοθεί σε προπονητές ποδοσφαίρου, ο Ζοζέ Μουρίνιο έχει καπαρώσει τρεις θέσεις, όλες τους μέσα στην πρώτη πεντάδα.
Ειδικότερα, κατέχει την 5η θέση με τα 17 εκατ. ευρώ που εισέπραξε το 2021 για να λύσει το συμβόλαιό του με την Τότεναμ, την 3η με τα 20,5 εκατ. ευρώ που πήρε το μακρινό 2007 από τον Ρομάν Αμπράμοβιτς για να αποχωρήσει από την Τσέλσι και τη 2η με τα 24 εκατ. ευρώ της αποζημίωσης από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 2018, λίγους μήνες μετά την ανανέωση της συνεργασίας τους. Μόνο απ’ αυτά τα τρία διαζύγια, ο Πορτογάλος τεχνικός έχει εισπράξει περισσότερα από 60 εκατ. ευρώ, ποσό που αυγατίζει ακόμα περισσότερο και με άλλες μικρότερες αποζημιώσεις, όπως αυτή των 10 εκατ. που πήρε στη δεύτερη θητεία του στην Τσέλσι.
Σε απόλυτους αριθμούς, το ρεκόρ το κατέχει ο Αντόνιο Κόντε. Είναι το Νο1 στη λίστα του Top10 των αποζημιώσεων, με τα σχεδόν 30 εκατ. ευρώ που πήρε για να φύγει από την Τσέλσι το 2018, όταν πήρε την 5η θέση στην Πρέμιερ Λιγκ. Την προηγούμενη χρονιά, όμως, ο Ιταλός είχε κατακτήσει τον τίτλο και το νέο συμβόλαιο που υπέγραψε είχε «βασιλικούς» όρους, που εκτίναξαν την αποζημίωσή του στα ύψη. Ο Κόντε έχει πάρει άλλες δύο παχυλές αποζημιώσεις, μία από την Ιντερ ύψους 7,5 εκατ. ευρώ και άλλη μία και από την Τότεναμ στα 4,5 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται πως η Τότεναμ «ακολουθεί» τα χνάρια της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της Τσέλσι, έχοντας καταβάλει την τελευταία δεκαετία περισσότερα από 65 εκατ. ευρώ για λύσεις συμβολαίων προπονητών.
Με την πρώτη θέση στη λίστα του Top10 φλέρταρε έντονα κάποια στιγμή ο Γιούλιαν Νάγκελσμαν, μετά το θυελλώδες διαζύγιό του με την Μπάγερν Μονάχου. Οι Βαυαροί είχαν πληρώσει αποζημίωση 25 εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν από τη Λειψία το παιδί – θαύμα της προπονητικής, αλλά αυτός ο γάμος δεν έμελλε να στεριώσει. Ο 36χρονος (τότε) Νάγκελσμαν δεν πρόλαβε καν να συμπληρώσει δύο περιόδους στον πάγκο της Μπάγερν και μπήκε στο «ψυγείο», με την αποζημίωσή του να εμφανίζεται από τα γερμανικά ΜΜΕ γύρω στα 30 εκατ. ευρώ, χωρίς όμως να πάρει κανείς θέση επισήμως. Η συνεργασία του με την εθνική Γερμανίας προφανώς ψαλίδισε αρκετά αυτό το ποσό, αλλά δεν υπάρχει καθαρή εικόνα για το ύψος του, γι’ αυτό και το όνομα του Νάγκελσμαν δεν μπαίνει στις σχετικές λίστες.
Πολλά χρήματα για αποζημιώσεις έχουν πάρει ο Μαουρίσιο Ποτσετίνο από την Τότεναμ (14,2 εκατ. ευρώ), ο Τόμας Τούχελ από (έκπληξη!) την Τσέλσι (14,8 εκατ.), ο Φάμπιο Καπέλο από την ομοσπονδία της Ρωσίας (15,2 εκατ.), ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι από την… Τσέλσι (15,5 εκατ.), ο Νούνο Εσπιρίτο Σάντο από την Τότεναμ (16 εκατ.), ο Λοράν Μπλαν (19,4 εκατ. ευρώ) από την Παρί Σεν Ζερμέν, όπως και ο Κλαούντιο Ρανιέρι από πολλές ομάδες πριν και μετά την απίστευτη επιτυχία του με τη Λέστερ. Πληρώθηκε, μάλιστα, με 500 χιλ. ευρώ από την ΕΠΟ για να λύσει πρόωρα το διετές συμβόλαιό του, ποσό που μοιάζει ασήμαντο σε σχέση με άλλες αποζημιώσεις, αλλά είναι πολύ υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα.
Σε επίπεδο ομάδων και ιδιοκτητών, το ρεκόρ το κατέχει αδιαμφισβήτητα η Τσέλσι επί ημερών του Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο οποίος πλήρωσε στη σχεδόν 20ετή θητεία του περισσότερα από 113 εκατ. ευρώ για να χωρίσει φιλικά και όχι στα δικαστήρια με τους προπονητές που επέλεγε. Μπροστά στα όσα έχει πληρώσει ο Ρώσος μεγιστάνας, τα 4 εκατ. ευρώ που έδωσε ο διάδοχός του στην Τσέλσι, Τοντ Μποέλι, για να αποζημιώσει τον Γκράχαμ Πότερ μοιάζουν με… ψίχουλα.
Αν και στις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, οι προπονητές έχουν συχνά συμβόλαια πολύ μικρότερα απ’ αυτά των πρωτοκλασάτων παικτών τους, τους κερδίζουν με άνεση στο «πρωτάθλημα» των αποζημιώσεων. Η διάρκεια της καριέρας τους έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση μ’ αυτή των ποδοσφαιριστών, οι οποίοι όταν φεύγουν για κάποιο λόγο από μια ομάδα, ψάχνουν συνήθως να βρουν αμέσως την επόμενη για να μη μείνουν εκτός δράσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ψαλιδίζουν έτσι αρκετά την αποζημίωσή τους, συμψηφίζοντάς την ουσιαστικά με τα χρήματα που θα πάρουν από την επόμενη ομάδα τους.
Αντίθετα, η διάδοχη κατάσταση είναι συχνά μακρινή υπόθεση στην καριέρα των προπονητών. Ακόμα και αυτοί με το πιο πλούσιο βιογραφικό, δεν βιάζονται να βρουν νέα ομάδα και είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να μένουν μήνες ή και 1-2 χρόνια μακριά από το ποδόσφαιρο, μέχρι να βρουν την επόμενη επαγγελματική στέγη που καλύπτει τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες τους. Γι’ αυτό και με την υπογραφή του συμβολαίου τους, έχουν ουσιαστικά υπογράψει και τη λύση του, έχοντας από την αρχή συμφωνήσει στους όρους ενός διαζυγίου, συνήθως ανάλογα με τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη λήξη της συνεργασίας τους. Συν τοις άλλοις, ένας προπονητής ξεχωρίζει από το «κοπάδι» και είναι θέμα τιμής γι’ αυτόν να φύγει καλοπληρωμένος από μια ομάδα, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν δικαιώνουν το έργο του. Πολύ σπάνια στο υψηλό επίπεδο θα δηλώσει ένας προπονητής παραίτηση, όσο χάλια και αν πηγαίνει η ομάδα του. Τις περισσότερες φορές περιμένει το «απολυτήριο» στο ένα χέρι, με παρηγοριά μια επιταγή με παχυλή αποζημίωση στο άλλο.

