Στις αρχές του περασμένου Ιουνίου, ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της ΑΕΚ έκλεινε με την αποχώρηση του Δημήτρη Μελισσανίδη από το τιμόνι της και την παράδοση της σκυτάλης στον Μάριο Ηλιόπουλο.
Την ίδια χρονική περίοδο, στα γραφεία της ΠΑΕ είχαν φτάσει δύο συμφέρουσες οικονομικές προτάσεις για την πώληση των Λιβάι Γκαρσία και Εζεκιέλ Πόνσε. Η «καυτή πατάτα» έπεφτε με το καλημέρα στη νέα ιδιοκτησία, που σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να συστηθεί συνδεόμενη με την ταυτόχρονη αποχώρηση των δύο πρώτων σκόρερ της ομάδας.
Ετσι, αποφασίστηκαν η πώληση του Αργεντινού επιθετικού στο MLS και στη Χιούστον αντί 9 εκατ. ευρώ και η παραμονή του Γκαρσία, παρά την πρόταση από τη Ρωσία που ξεπερνούσε τα 20 εκατ. Αλλωστε, ένα χρόνο νωρίτερα, η Ενωση είχε αρνηθεί την πρόταση-μαμούθ των 26 εκατ. της γαλλικής Λανς, κάνοντας επέκταση συμβολαίου στον ιδιαίτερα δημοφιλή στις τάξεις των οπαδών της, επιθετικό, από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο.
Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε όμως οκτώ μήνες μετά, καθώς η Σπαρτάκ Μόσχας επανήλθε και με βάση τα αγωνιστικά δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί στην ΑΕΚ, και ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής πίεσε για τη μεταγραφή του.
Η μετακίνηση του Λιβάι Γκαρσία στη Ρωσία, έναντι 20 εκατ., συνέπεσε μαζί με το επίσης «χρυσό» deal του ΠΑΟΚ με τη Νυρεμβέργη για τον Στέφανο Τζίμα. Ο ταλαντούχος άσος αγοράστηκε από τον γερμανικό σύλλογο έναντι 18,5 εκατ. βάσει της οψιόν αγοράς που προέβλεπε η συμφωνία των δύο συλλόγων, ενώ οι Θεσσαλονικείς θα βάλουν στα ταμεία τους αλλά τέσσερα εκατομμύρια από το ποσοστό μεταπώλησης που διατηρούσαν (15%), συν τα τροφεία, μια και ο παίκτης προέρχεται από τις ακαδημίες τους. Οι Γερμανοί, με τη σειρά τους, συμφώνησαν την παραχώρησή του στην Μπράιτον με ποσό που ξεπερνά τα 25 εκατ., αποκομίζοντας ένα καθαρό κέρδος 3 εκατ. ευρώ.
Εξωστρέφεια
Αν και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι δύο συγκεκριμένες πωλήσεις είναι οι δύο ακριβότερες που έχουν κάνει ποτέ ελληνικές ομάδες, δείγμα του ότι και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια οι μεγάλοι σύλλογοι έχουν μπει στη λογική της προβολής και της εταιρικής φύσης τους.
Η μετακίνηση του Λιβάι Γκαρσία στη Σπαρτάκ Μόσχας έναντι 20 εκατ. ευρώ είναι η δεύτερη ακριβότερη πώληση για ομάδα της Superleague.
Είτε έχει να κάνει με μεταγραφικές επενδύσεις, όπως στην περίπτωση Γκαρσία, είτε με επενδύσεις για την παραγωγή παικτών από την ακαδημία, όπως του Τζίμα, στην παραγοντική αντίληψη επιτυχία ορίζεται πλέον η στιγμή που οι παίκτες αποκτούν το μάξιμουμ της χρηματιστηριακής τιμής τους με τη φανέλα της ομάδας. Το ελληνικό ποδόσφαιρο, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τις υποδομές του ΠΑΟΚ, αποκτά πλέον μια ολοένα και πιο δυναμική τάση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές κάνουν το μεγάλο βήμα προς τα κορυφαία πρωταθλήματα, εξελίσσονται και ανεβάζουν τον πήχυ στο μεταγραφικό πάρε-δώσε.
Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν, η συγκεκριμένη διαδικασία πήρε μια πιο οργανωμένη μορφή από την περίοδο 2011-2012. Νωρίτερα, μεμονωμένες πωλήσεις σπουδαίων ξένων ποδοσφαιριστών που στη διαδρομή τους έκαναν στάση στη χώρα μας ή Ελλήνων, που ξεχώριζαν και κέντριζαν το ενδιαφέρον κάποιου ευρωπαϊκού κλαμπ, εντάσσονταν περισσότερο στη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων.
Οι αλλαγές στις ιδιοκτησίες των τριών μεγάλων ΠΑΕ (Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός), η ενίσχυση του ρόλου των αθλητικών διευθυντών και η στελέχωση με άτομα με γνώση της αγοράς, γνώσεις σκάουτινγκ, διασυνδέσεις και κυρίως όρεξη για δουλειά, έπαιξαν τον ρόλο τους.
Παίκτες όπως ο Κώστας Μήτρογλου, που πωλήθηκε στη Φούλαμ έναντι 15,2 εκατ., ο Κέβιν Μιραλάς στην Εβερτον με 7,7 εκατ. ή ο Τζιμπρίλ Σισέ στη Λάτσιο με 5,8 εκατ. έδιναν το στίγμα για το τι θα επακολουθήσει. Τα ποσά ανέβηκαν, οι ποδοσφαιριστές που μπήκαν στο παζάρι έγιναν περισσότεροι και επόμενο βήμα ήταν η αξιοποίηση των ακαδημιών, με απώτερο στόχο, σε περίπτωση πώλησης, τα κέρδη να είναι πολλαπλάσια. Ηταν ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο, που χρειαζόταν επιμονή και υπομονή. Η εκμετάλλευση του μομέντουμ έκανε τον Ολυμπιακό να πουλήσει τον Κώστα Μανωλά στη Ρόμα το 2014 στο απίστευτο ποσό –για Eλληνα ποδοσφαιριστή– των 16 εκατ. και αργότερα να αξιοποιήσει στο έπακρο το limit up της «μετοχής» των Ανδρέα Σάμαρη (Μπενφίκα, 10 εκατ.) και Κώστα Τσιμίκα (Λίβερπουλ, 13 εκατ.).
Η μεταγραφή του Στέφανου Τζίμα στην Μπράιτον μέσω… Νυρεμβέργης θα αποφέρει συνολικά στον ΠΑΟΚ περισσότερα από 22,5 εκατ. ευρώ.
Μέχρι τα deals των Γκαρσία και Τζόλη, η πώληση του Ντάνιελ Ποντένσε στη Γουλβς έναντι 19,6 εκατ. και του Παναγιώτη Ρέτσου στη Λεβερκούζεν έναντι 17, 5 εκατ. ήταν από τις κορυφαίες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, χρίζοντας τους Πειραιώτες πρωταθλητές στον συγκεκριμένο τομέα. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τελευταία 15 χρόνια έχουν κάνει πωλήσεις που τους απέφεραν ένα ποσό περί τα 130 εκατ. ευρώ.
Οι ακαδημίες του ΠΑΟΚ
Την ώρα που ο Ολυμπιακός χρόνο με τον χρόνο άρχιζε να γίνεται ολοένα και πιο εξπέρ στις αγοραπωλησίες, ενώ η ΑΕΚ με τον υποβιβασμό της στη Γ΄ Εθνική και την προοπτική του νέου γηπέδου έκανε το ολικό restart, ο ΠΑΟΚ έριχνε το βάρος του στις ακαδημίες.
Ο Ιβάν Σαββίδης πείστηκε πως ένα από τα πρώτα πράγματα που έπρεπε να κάνει είναι να χρηματοδοτήσει τις ακαδημίες της ομάδας και να εμπλουτίσει το τμήμα σκάουτινγκ σε όλη τη χώρα. Περίπου 60 άτομα, προπονητές και σκάουτερ, ανέλαβαν δράση, προκειμένου όλα τα ταλέντα στα γήπεδα της περιφέρειας να πιάνονται στα «δίχτυα» του συλλόγου από τη μικρότερη δυνατή ηλικία και από κει να γίνεται η… διαλογή.
Τα αποτελέσματα ήταν όντως εντυπωσιακά και τα πρώτα άρχισαν να γίνονται εμφανή σε ένα βάθος πενταετίας.
Η πρώτη ένδειξη ήταν η μετακίνηση του Ευθύμη Κουλούρη το 2019 στη γαλλική Τουλούζ με 3,5 εκατ. ευρώ και μάλιστα χωρίς να πάρει καμία ευκαιρία καθιέρωσης στον ΠΑΟΚ. Ο ποδοσφαιριστής είχε δοθεί δανεικός στον Ατρόμητο, όπου τη σεζόν 2018-2019 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Το τάιμινγκ ήταν ιδανικό και ο «Δικέφαλος του Βορρά» το εκμεταλλεύθηκε χωρίς καν να δοκιμάσει να επαναφέρει τον παίκτη στους κόλπους του.
Τον Ιούλιο του 2021, οι Θεσσαλονικείς εισέπραξαν από την αγγλική Νόριτς συνολικά 18,5 εκατ. για την παραχώρηση των Χρήστου Τζόλη (11 εκατ.) και Δημήτρη Γιαννούλη (7,5 εκατ.), που έγιναν οι πιο ακριβές ελληνικές πωλήσεις του «Δικεφάλου».
Το ρεκόρ του Τζόλη κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του 2024, όταν ο 21χρονος Κωνσταντίνος Κουλιεράκης ύστερα από μία αγωνιστική χρονιά, στην οποία καθιερώθηκε στην 11άδα της ομάδας, μεταγράφηκε στη Βόλφσμπουργκ έναντι 11,7 εκατ. ευρώ.
Αν υπολογίσει κάποιος την παραχώρηση των Σταφυλίδη, Πέλκα και Κούτσια, μόνο από παίκτες που έβγαλε από τις ακαδημίες του ο ΠΑΟΚ εισέπραξε πάνω από 62 εκατ. ευρώ.
Φυσικά, αυτό το διάστημα, από την Τούμπα δεν έφυγαν μόνο παιδιά από τις ακαδημίες. Εγιναν και άλλες επικερδείς συμφωνίες, όπως αυτή με την Αλ Ιτιχάντ της Σαουδικής Αραβίας στην οποία μεταπήδησε ο Αλεξάντερ Πρίγιοβιτς αντί 10 εκατ. ευρώ, αλλά και των Ντόουγκλας Αουγκούστο (Ναντ, 5,5 εκατ.), Κάρολ Σφιντέρσκι (Σάρλοτ, 4,5 εκατ.), Τσούμπα Ακπομ (Μίντλεσμπρο, 4,4 εκατ.), Αντρέ Βιεϊρίνια (Βόλφσμπουργκ, 4 εκατ.), Ρόμπερτ Μακ (Ζενίτ, 3,5 εκατ.).
Τα παιδιά του Πειραιά
Ο ΠΑΟΚ έχει πλέον μετατραπεί στο Νο 1 «selling club» του ελληνικού ποδοσφαίρου ενώ ο Ολυμπιακός με την ομάδα των Νέων που κατέκτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, σκοπεύει να βαδίσει στα χνάρια του. Ηδη οι 18χρονοι Μουζακίτης και Κωστούλας έχουν καθιερωθεί στη βασική 11άδα των «ερυθρόλευκων» και έχουν υπογράψει νέα συμβόλαια με αυξημένες αποδοχές.
Στα συμβόλαιά τους δεν έχουν μπει ρήτρες αποδέσμευσης, κάτι που σημαίνει πως όποιες προτάσεις φτάσουν στο μέλλον για τους δύο ποδοσφαιριστές, για να συζητηθούν, θα πρέπει να καλύπτουν τις απαιτήσεις του συλλόγου. Το σύγχρονο ποδόσφαιρο επιτάσσει πλέον, εκτός από δαπανηρές μεταγραφές, και ηχηρές πωλήσεις. Είναι κάτι που μέχρι και οι πλέον φανατικοί οπαδοί έχουν αποδεχθεί.

