Την περασμένη Τρίτη ο Λιούις Χάμιλτον έγινε 40 ετών. Ομως δεν ήταν μόνο οι ευχές των συγγενών, των φίλων και των θαυμαστών, αυτές που συνόδεψαν το πατροπαράδοτο σβήσιμο των κεριών, αλλά ο απόηχος της έντονης κριτικής που έχει δεχτεί εδώ και έναν χρόνο ο Βρετανός -επτά φορές παγκόσμιος πρωταθλητής- όταν και ανακοίνωσε επίσημα την απόφασή του να αφήσει έπειτα από δέκα και πλέον έτη το σπίτι του, την Mercedes και να αποδεχτεί να οδηγήσει το κόκκινο μονοθέσιο της Ferrari.
Για έναν πιλότο του οποίου το ρεκόρ των επτά παγκόσμιων τίτλων στην F1 συγκρίνεται μόνο με αυτό του Μίκαελ Σουμάχερ και του οποίου το σύνολο των 105 νικών σε γκραν πρι είναι απαράμιλλο, θα μπει για πρώτη φορά σε ένα από τα κόκκινα μονοθέσια γνωρίζοντας ότι έχει να αποδείξει (ξανά) τα πάντα, τόσο στους “εχθρούς” του, όσο βέβαια και στους tifozi της κορυφαίας ιταλικής ομάδας.
Τα εμπόδια και οι προκλήσεις δεν είναι κάτι καινούργιο για τον 40χρονο πλέον Βρετανό, ο οποίος έχει δεχτεί έντονη κριτική από την ημέρα που συστήθηκε για πρώτη φορά σε ένα άθλημα όπου κυριαρχούσαν οι λευκοί με τον πατέρα του να κάνει τρεις και μερικές φορές τέσσερις δουλειές κάθε φορά για να πληρώνει τους ακριβούς αγώνες καρτ. Ο Χάμιλτον είναι εδώ και χρόνια στο στόχαστρο για τα πάντα και όχι μόνο για τις αγωνιστικές του επιδόσεις στις πίστες. Από την πανάκριβη γκαρνταρόμπα του και τις φιλίες του με ράπερς μέχρι τη χρήση ιδιωτικού τζετ και την απόφασή του να ζει στο Μονακό αντί για το Στίβενεϊτζ, οι δραστηριότητες του έχουν προκαλέσει εκείνους που (παρά το τεράστιο ταλέντο του και τους τίτλους του) τρέφουν μια αδικαιολόγητη δυσαρέσκεια για την παρουσία του στον κόσμο της Formula 1, βάζοντας μάλιστα σε δεύτερη μοίρα το φιλανθρωπικό του έργο για οργανώσεις όπως η Unicef και η Save the Children και την επιτυχία του να πείσει τη Mercedes να αντικαταστήσει το παραδοσιακό ασημένιο αμάξωμά της, το οποίο χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930, με ένα νέο χρώμα που αναγνωρίζει το κίνημα Black Lives Matter.
Βέβαια, το τελευταίο διάστημα ο Χάμιλτον είναι στην πυρά, περισσότερο από όλα για την απόφασή του να πάει στην Ferrari. Καθώς το πρωτάθλημα της F1 ετοιμάζεται να γιορτάσει την 75η επέτειό του, η ένταξή του στην μοναδική ομάδα που υπάρχει από την πρώτη χρονιά που το άθλημα έκανε την εμφάνισή του αποκτά πρόσθετη σημασία και είναι πιθανό να αποτελέσει σημαντικό θέμα συζήτησης καθ’ όλη τη διάρκεια της σειράς των 24 αγώνων, η οποία ξεκινά με το Grand Prix της Αυστραλίας στις 16 Μαρτίου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπορεί απλά να είναι πια πολύ μεγάλος για να ανταγωνιστεί την κυρίαρχη σήμερα γενιά των Μαξ Φερστάπεν. Λάντο Νόρις, Τζορτζ Ράσελ, όπως και τον ομόσταυλό του, Σαρλ Λεκλέρ, όλοι τους στα μέσα της δεκαετίας του 20, για να μην αναφέρουμε και αυτούς που ακολουθούν, τους Όσκαρ Πιάστρι, Όλιβερ Μπέρμαν και Λίαμ Λόσον.
Σε απάντηση, πάντως, μπορεί να αναφερθεί στο παράδειγμα τριών οδηγών που κατέκτησαν το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην πέμπτη δεκαετία τους. Ο Τζουζέπε “Νίνο” Φαρίνα ήταν ένα μήνα πριν από τα 44α γενέθλιά του όταν στέφθηκε ο πρώτος πρωταθλητής της F1 το 1950. Οι πέντε τίτλοι του Χουάν Μανουέλ Φάντζιο ήρθαν μεταξύ του 1951, όταν ήταν 40 ετών, και του 1957, όταν είχε κλείσει τα 46 του χρόνια. Επίσης ο Τζακ Μπράμπαμ πήρε το τρίτο του πρωτάθλημα το 1966, σε ηλικία 40 ετών. Ο Χάμιλτον θα μπορούσε επίσης να πει για τον -επίσης Βρετανό- Γκράχαμ Χιλ, ο οποίος λίγο πριν γιορτάσει τα 40α γενέθλιά του πήρε τον δεύτερο τίτλο του το 1968. Μόνο όσοι αγνοούν την ιστορία του αθλήματος θα ισχυρίζονταν ότι οι όλοι αυτοί αγωνίστηκαν σε μια λιγότερο ανταγωνιστική εποχή.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η ηλικία έχει ήδη μειώσει την ανταγωνιστικότητα του Χάμιλτον. Κοιτάζουν το 2022 και το 2023, όταν δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε έναν αγώνα σε μια θλιβερή περίοδο για την ομάδα της Mercedes. Επίσης την τελευταία σεζόν κατέλαβε την έβδομη θέση στην κατάταξη των οδηγών, δύο θέσεις κάτω από τον Κάρλος Σάινθ Jr, τον άνθρωπο του οποίου τη θέση παίρνει στη Ferrari. Αλλά μπορούσε ακόμα να ανατρέχει σε δύο νίκες κατά τη διάρκεια της χρονιάς, η μία από τις οποίες – σε ένα βροχερό βρετανικό Grand Prix τον Ιούλιο – ξυπνούσε την ανάμνηση των πιο συναρπαστικών ημερών του.
Μετά από εκείνον τον θρίαμβο στο Silverstone παραδέχτηκε ότι υπήρξαν «κάποιες μέρες από το 2021 και μετά που δεν ένιωθα ότι ήμουν αρκετά καλός, για να μπορέσω να πανηγυρίσω μια νίκη». Αυτή η αποκάλυψη της αυτοαμφισβήτησης ήταν μια υπενθύμιση ότι η ψυχική του κατάσταση μπορεί να επηρεάσει την απόδοσή του. Το 2011, τρία χρόνια μετά τον πρώτο του τίτλο, οι αναταράξεις στη ζωή του μακριά από την πίστα φάνηκαν στην οδήγησή του, η οποία ήταν ασυνήθιστα ασταθής, οδηγώντας τον σε μια σειρά συγκρούσεων με τους αντιπάλους του, για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη.
Αυτό που είναι απίθανο να μάθουμε ποτέ είναι το πόσο επηρέασε την τελευταία του σεζόν με τη Mercedes η απόφαση να αποκαλύψει τη μετακίνησή του στη Ferrari ένα μήνα πριν από τον πρώτο αγώνα του 2024. Θα ήταν κατανοητό για μια ομάδα, έστω και ασυνείδητα, να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για τον Ράσελ, για τον οποίο ήξερε ότι θα έμενε τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια. Ο αποκλεισμός του Χάμιλτον από τις συζητήσεις σχετικά με τις μελλοντικές τεχνικές εξελίξεις θα ήταν απλώς η τήρηση της συνήθους πρακτικής στην F1, να κρατούνται ερμητικά κλειστά τα μυστικά σχεδιασμού.
Ο Χάμιλτον, βέβαια, θυμάται πολύ καλά ακόμα ότι ανάλογα αρνητικά σχόλια υπήρξαν και πριν από 12 χρόνια, όταν ανακοίνωσε τη μετακίνησή του από τη McLaren στη Mercedes. Ήταν μια τολμηρή απόφαση να εγκαταλείψει την ομάδα που τον είχε γαλουχήσει από παιδί, καθοδηγώντας τον στα βήματα που ήταν απαραίτητα όχι μόνο για να φτάσει στην F1 και να κερδίσει γκραν πρι, αλλά και για να κατακτήσει το μεγαλύτερο βραβείο από όλα, αυτό του Παγκόσμιου Πρωταθλητή. Εκείνη την εποχή η McLaren αντιπροσώπευε τη ζώνη… ασφαλείας του Χάμιλτον. Η Mercedes, από την άλλη πλευρά, είχε μόλις τρεις σεζόν μετά την πλήρη επιστροφή της στην F1 και εξακολουθούσε να παλεύει για να φτάσει τις κορυφαίες ομάδες, παρά την παρουσία του Σουμάχερ, του επτά φορές παγκόσμιου πρωταθλητή, και μιας κορυφαίας τεχνικής ομάδας με επικεφαλής τον Ρος Μπράουν, ο οποίος είχε καθοδηγήσει τον Γερμανό οδηγό στους τίτλους του με την Benetton και τη Ferrari.
Η απόφαση του Σουμάχερ να αποσυρθεί στα τέλη του 2012 επέτρεψε στον Νίκι Λάουντα, τον πρόεδρο της ομάδας, να ηγηθεί της επιτυχημένης προσπάθειας για την μετακίνηση του Χάμιλτον, ο οποίος πείστηκε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως σε τρία χρόνια η Mercedes είχε κερδίσει μόνο έναν αγώνα. Ήταν ο Νίκο Ρόσμπεργκ, ο νέος του ομόσταυλος, που πήρε τις δύο πρώτες τους νίκες για το 2013. Ο Χάμιλτον έπρεπε να περιμένει μέχρι τα μέσα της σεζόν στην Ουγγαρία για να δει πρώτος την καρό σημαία να πέφτει. Όμως, ξεκινώντας από το 2014, ο Βρετανός κατέκτησε έξι πρωταθλήματα σε επτά σεζόν με τη Mercedes. Ένα ακόμη πρωτάθλημα για τον Χάμιλτον ματαιώθηκε από μια περίεργη -και για πολλούς εξωφρενική- χειραγώγηση των αγωνιστικών κανονισμών στους τελευταίους γύρους του τελευταίου αγώνα του 2021, δίνοντας στον λαμπρό νεαρό -τότε- Φερστάπεν τον πρώτο του τίτλο.
Τώρα ο Χάμιλτον θα επιδιώξει, μετά από τέσσερα άγονα χρόνια, τον όγδοο τίτλο που αν τον κατακτήσει θα ξεπεράσει τον Σουμάχερ. Αν έρθει, θα το κάνει με ένα μονοθέσιο της ομάδας με την οποία ο Γερμανός κατέκτησε τα πέντε από τα επτά πρωταθληματα του. Αλλά στη Ferrari δεν υπάρχουν εγγυήσεις, ακόμη και για τους πολλαπλούς πρωταθλητές. Ο Αλέν Προστ, ο Φερνάντο Αλόνσο και ο Σεμπάστιαν Φέτελ πήγαν στο Μαρανέλο, με την ελπίδα να επισφραγίσουν την καριέρα τους με έναν επιπλέον τίτλο θα κέρδιζαν ως μέλη της πιο λαμπερής ομάδας του αθλήματος. Ο καθένας τους έφυγε με άδεια χέρια και απογοητευμένος.
Το δέλεαρ να γίνει ο 10ος παγκόσμιος πρωταθλητής της Ferrari, να πετύχει εκεί που απέτυχαν αυτοί οι πιλότοι, ενέχει ένα ρίσκο για τη φήμη του. Αλλά το να κερδίσει το πρωτάθλημα με μια τρίτη ομάδα, σε ένα άθλημα όπου μόνο ο Φάντζιο το έχει καταφέρει με περισσότερες από δύο ομάδες, θα αποτελούσε το πιο αξιοσημείωτο κατόρθωμα της αγωνιστικής του ζωής. Και αυτό ακριβώς είναι το τελευταίο μεγάλο στοίχημα της καριέρας του…

