«Μελαγχολικός φαίνεται ο ομοσπονδιακός προπονητής κ. Αλκέτας Παναγούλιας, ενώ αντίθετα, οι παίκτες του, Μητρόπουλος, Μαύρος, Γαλάκος και Δεληκάρης, φαίνονται μάλλον αισιόδοξοι. Τίνος τα προαισθήματα θα επαληθευθούν, μετά τον σημερινό κρίσιμο αγώνα της εθνικής μας ομάδας, με τη Δανία;» αναρωτιόταν ο συντάκτης της λεζάντας στο φύλλο της «Καθημερινής» της 15ης Οκτωβρίου του 1980. Η πολυκαιρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία απεικονίζει τους τέσσερις άσους της Εθνικής, οι οποίοι, μαζί με τον προπονητή τους, βγαίνουν από το αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης με σκοπό να αντιμετωπίσουν λίγες ημέρες μετά τη Δανία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας του ’82.
Οι φθορές που φέρει πάνω στην εικόνα ο χρόνος, κάνει το στιγμιότυπο να φορτίζεται με επιπλέον δόσεις μύθου. Ο πανύψηλος «Ράμπο», ο «θεός» Μαύρος και ο «Γερμανός» Μάικ Γαλάκος, ο Ελληνας «Τζορτζ Μπεστ» Γιώργος Δεληκάρης. Και εκείνο το βράδυ στο Ιντροτς Πάρκεν της κρύας Κοπεγχάγης, θα έπαιρνε μια ισότιμη θέση δίπλα τους ένας νέος ήρωας: Ο Νίκος Σαργκάνης, στην πρώτη του εμφάνιση με την Εθνική, καθώς ο βασικός πορτιέρο της ομάδας, Λευτέρης Πουπάκης, είχε τραυματισθεί την προηγούμενη ημέρα στην προπόνηση.
Ο «νεοφώτιστος» κατέβασε τα ρολά στους Δανούς με τέτοιο πάταγο, κρατώντας ανέπαφο το 1-0 που σημείωσε ο Κούης στο 50΄ και γράφοντας ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα επεισόδια του σύγχρονου ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Η επέμβαση που έκανε στο 70΄, μπλοκάροντας το εξ επαφής σουτ του μεγάλου Σίμονσεν, παραμένει αξέχαστη σε όσες και όσους είχαν την τύχη να τη δουν ζωντανά στις τηλεοράσεις τους.
«Στη ζωή μου, από μικρό παιδί έως σήμερα, ποτέ δεν είχα δει τέτοιον τερματοφύλακα», είχε δηλώσει ο Σίμονσεν, ενώ ο προπονητής των Δανών, Σεπ Πιόντεκ, είχε πει στον Αλκέτα Παναγούλια την ιστορική φράση: «Δεν παίξαμε επί ίσοις όροις, εσύ ήρθες με ένα Φάντομ στην ομάδα σου και εμείς παίζαμε με κανονικούς ποδοσφαιριστές».
Εκτοτε, ο Νίκος Σαργκάνης άλλαξε όνομα. Για όλους τους Ελληνες ήταν πλέον το «Φάντομ». Οι πτήσεις του, όμως, είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται διάσημες λίγους μήνες πριν από τον θρίαμβο της Κοπεγχάγης, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, στη Νέα Φιλαδέλφεια, μέσα στο γήπεδο της Ενωσης και σε έναν «βορειοελλαδίτικο» τελικό Κυπέλλου.
Εκεί, δίνοντάς τα όλα, με ταλαντούχους συμπαίκτες όπως ο Σημαιοφορίδης και ο Τσιρώνης, γιόρτασε μια εντυπωσιακή, ιστορική νίκη της Καστοριάς έναντι του Ηρακλή Θεσσαλονίκης με 5-2 και ξετρέλανε 4.000 οπαδούς της ομάδας του στις κερκίδες. Ηταν η πρώτη φορά που ομάδα της επαρχίας κέρδιζε μεγάλο τίτλο.
Ο γεννηθείς στις 13/1/1954 Ραφηνιώτης, έφηβος ακόμη, το 1969, έκανε το ντεμπούτο του στην ομάδα του Ηλυσιακού, παίζοντας αρχικά ως επιθετικός και καταλήγοντας, ύστερα από προτροπές του προπονητή του, στη θέση του τερματοφύλακα. Το 1977, 23 ετών, είχε ήδη παίξει σε 89 ματς και, ενώ ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν ομάδες της Α΄ Εθνικής, δέχθηκε μια γενναία οικονομική προσφορά από τους «γουναράδες» της Καστοριάς, καταλήγοντας να παίζει μαζί τους για τρεις σεζόν και να συμβάλλει τα μέγιστα στην ιστορική εκείνη νίκη.
Το καλοκαίρι του ’80, ο Νίκος Σαργκάνης ήταν ήδη περιζήτητος και ο Σταύρος Νταϊφάς, τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού, τον έπεισε να κατέβει στον Πειραιά και να φυλάξει την εστία των «ερυθρόλευκων». Εμεινε εκεί για πέντε σεζόν, κερδίζοντας τρία πρωταθλήματα (1981-1983) και ένα Κύπελλο Ελλάδας (1981). Οταν είχε αποφασίσει να φύγει, το καλοκαίρι του ’85, έμοιαζε αναπόσπαστο μέρος, κομμάτι της ίδιας της ψυχής της πειραιώτικης ομάδας, έχοντας παίξει μαζί της σε 144 παιχνίδια πρωταθλήματος. Και όμως, δυσαρεστημένος από την οικονομική προσφορά του Σταύρου Νταϊφά, πήρε μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό, όπως ακριβώς είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα και ο Γιώργος Δεληκάρης. Η διαφορά των δύο ήταν ότι ο Σαργκάνης δεν το μετάνιωσε ποτέ. Αναμενόμενα, πολλοί ήταν εκείνοι που τον μίσησαν για εκείνη την «προδοσία», κανείς όμως δεν έπαψε να τον θαυμάζει και να τον αποδέχεται ως αθλητή.
Οι πτήσεις που έκανε με το «Τριφύλλι» συνέχισαν να είναι υψηλές (πήρε τρία πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα Ελλάδος), ανάμεσά τους και ο αξέχαστος τελικός του Κυπέλλου του 1988 (του «τελικού του αιώνα», όπως ονομάστηκε, ανάμεσα στους δύο «αιώνιους αντίπαλους»), όπου, κόντρα στην παλιά του ομάδα, στη διαδικασία των πέναλτι απέκρουσε δύο και σκόραρε ένα. Οπως και οκτώ χρόνια νωρίτερα στη Δανία, έτσι και τότε ήταν ο επικός πρωταγωνιστής.
Το 1990, στα 36 του, γύρισε στην πόλη του και πήρε μεταγραφή σε μια μικρή ομάδα, τον Αθηναϊκό, συμβάλλοντας στο να ανέβει στην έκτη θέση του πρωταθλήματος την περίοδο 1990-91, αλλά και να φτάσει την ίδια περίοδο στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος. Λίγους μήνες αργότερα, παίζοντας μαζί του κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στο Κύπελλο Κυπελλούχων, κράτησε και στα δύο παιχνίδια το σκορ στο 0-0 στην κανονική τους διάρκεια και έκανε και πάλι τον Τύπο να τον εκθειάζει για τις αποκρούσεις του.
Από το 1959 έως το 1991, από του Ζωγράφου μέχρι τη Δυτική Μακεδονία, από το Λιμάνι στη Λεωφόρο και από εκεί πίσω σε έναν μικρό σύλλογο της Αθήνας (και με 58 συμμετοχές στην Εθνική) η πτήση του «Φάντομ» ήταν εντυπωσιακή, απρόβλεπτη, ελεύθερη, ασυμβίβαστη – και συχνά υπερβατική.
Τα ταλέντα του ήταν εξωπραγματικά, ιδίως τα ρεφλέξ του κάτω από τα γκολπόστ, που μόνο ένα αιλουροειδές θα περίμενε κανείς να διαθέτει. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη την εκτίναξή του στην κεφαλιά του Γιώργου Βλαστού, στην αναμέτρηση του Ολυμπιακού με τον ΟΦΗ, το 1984; Δεν… προβλέπεται ένας άνθρωπος να κινείται με τέτοια ευλυγισία που κόβει την ανάσα. Μοιάζει σαν ψέμα, σαν μύθος, να διαθέτει τέτοια αντίληψη, τέτοια κεραυνοβόλα έκρηξη.
Μετά τον θάνατό του, την περασμένη Κυριακή κανείς δεν μίλησε για πτώση, παρά για συνέχεια της πτήσης. «Το Φάντομ απογειώθηκε για μία ακόμα φορά – αυτή τη φορά για πάντα», έγραψε ο Αντώνης Καρπετόπουλος.
Στην κηδεία του, την Τρίτη, στο κοιμητήριο Παπάγου, ένας άλλος μεγάλος του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο φίλος του Νίκος Καρούλιας, είπε με τρόπο ταπεινό και αυθεντικό λόγια που μοιάζουν να μας εκπροσωπούν όλους: «Πέταξε ο φίλος μας, φίλος όλης της Ελλάδας. Πέταξε με αυτές τις τεράστιες φτερούγες που είχε για χέρια, που κάλυπταν το τέρμα, κάλυπταν το γήπεδο, κάλυπταν τον ουρανό. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάμε. Και εμείς δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ».

