Στάδιο Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν, Σεβίλλη, 7 Μαΐου 1986. Από τους 65.000 θεατές που βρίσκονται στις κερκίδες, οι 50.000 είναι οπαδοί της Μπαρτσελόνα στηρίζοντας την ομάδα τους ώστε να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης. Η πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας πάλλεται μέσα σε ένα ηλεκτρισμένο κλίμα, λες και ο καταλανικός σύλλογος έχει ήδη κερδίσει. Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούν τον βασιλιά Χουάν Κάρλος να φτάνει στη θέση του, θέλοντας να τιμήσει μια προδιαγεγραμμένη, μεγάλη ισπανική νίκη. Αλλωστε, ποιος ο λόγος ανησυχίας απέναντι στους Ρουμάνους, που έρχονται από τα σκοτάδια του ανατολικού μπλοκ, και στην (σχετικά) άγνωστη Στεάουα από το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου;
Η Μπάρτσα επέστρεφε στη διοργάνωση μετά έντεκα χρόνια απουσίας, και με τον Αγγλο προπονητή Τέρι Βέναμπλς στο τιμόνι (αργότερα, μεταξύ 1994-96 και προπονητή της χώρας του) ήταν διψασμένη για διακρίσεις. Εχει μόλις κατακτήσει το πρώτο ισπανικό πρωτάθλημα από το 1974 και με τον μοναδικό Σούστερ στη μεσαία γραμμή, τον Καράσκο στα πλάγια και τον Αρτσιμπαλντ μπροστά, έμοιαζε το απόλυτο φαβορί της βραδιάς. Λίγες ημέρες πριν, στον ημιτελικό κόντρα στην Γκέτεμποργκ, πήρε μια δραματική νίκη στη διαδικασία των πέναλτι, με τον τερματοφύλακά της Χαβιέ Ουρουτικοετσέα (τον λεγόμενο Ουρούτι) να γίνεται ο ήρωας της βραδιάς, πιάνοντας ένα πέναλτι και εκτελώντας ο ίδιος εύστοχα το νικητήριο. Εκείνο το βράδυ στο «Νου Καμπ» οι Καταλανοί γιόρτασαν την πρώτη τους μεγάλη νίκη μετά 25 χρόνια και σκόπευαν να συνεχίσουν τη φιέστα και στη Σεβίλλη. Ενας εξωπραγματικός Ρουμάνος όμως, o τερματοφύλακας Χέλμουτ Ντουκαντάμ, θα τους προσγείωνε απότομα.
Με την παράταση να λήγει 0-0 και το ματς να οδηγείται στη ρουλέτα των πέναλτι, ο αγέρωχος, πανύψηλος άνδρας με το μεγάλο μουστάκι κάνει το αδιανόητο: πιάνει, το ένα μετά το άλλο, και τα τέσσερα πέναλτι της Μπαρτσελόνα και ανεβάζει το αουτσάιντερ στην κορυφή της Ευρώπης.
«Ηταν ένα παιχνίδι λογικής», θα δήλωνε χρόνια αργότερα στην ιστοσελίδα της UEFA o Ντουκαντάμ, ο οποίος, ως δεινός παίκτης πόκερ, ήξερε να κρύβει καλά τα χαρτιά του. «Αφού απέκρουσα το πρώτο έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του εκτελεστή πέναλτι, σκεπτόμενος: Αν ο τερματοφύλακας είχε μόλις αποκρούσει ένα πέναλτι πέφτοντας προς τα δεξιά, τι θα έκανα τώρα; Ο τερματοφύλακας κανονικά θα άλλαζε κατεύθυνση, πηγαίνοντας προς τα αριστερά, οπότε εγώ πήγα δεξιά». Εκείνο το βράδυ, το ένστικτο του Ντουκαντάμ, αφού ζύγιζε τους αντιπάλους, μαζί με την τύχη «συνωμότησαν» για να τραβήξει… καρέ του άσου.
Και ενώ μοιάζει σχεδόν αδύνατον να ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο (ο Πορτογάλος Ντιέγκο Κόστα, στη φετινή διοργάνωση του Euro, πλησίασε το αδιανόητο εκείνο ρεκόρ με τρεις αποκρούσεις πέναλτι κόντρα στη Σλοβενία), το σίγουρο είναι πως το παράξενο όνομα Ντουκαντάμ έκτοτε έχει γίνει συνώνυμο με την πιο… απίθανη ομορφιά του ποδοσφαίρου.
Ο «ήρωας της Σεβίλλης», όμως, έφτασε απότομα στην κορυφή και έπεσε εξίσου απότομα. Βασανισμένος επί χρόνια από διάφορα προβλήματα υγείας, έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα στα 65 του χρόνια, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Βουκουρεστίου.
Γεννημένος σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ρουμανίας, το 1959, δίπλα στα ουγγρικά σύνορα, άρχισε να παίζει για την τοπική ομάδα πριν ενταχθεί στην κοντινή UTA Arad το 1982. Εκεί τράβηξε την προσοχή της εθνικής ομάδας, που χρειάστηκε να αγωνιστεί μαζί της μόνο δύο παιχνίδια για να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν η Στεάουα και να τον αποκτήσει.
Μετά τον άθλο της Σεβίλλης, η υγεία του τον πρόδωσε. Λίγες εβδομάδες μετά, διαγνώστηκε με μια σπάνια αιματολογική ασθένεια και θα ξανάρχιζε την καριέρα του τρία χρόνια αργότερα, παίζοντας στη δεύτερη κατηγορία. Τελικά αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο και εργάστηκε για τη συνοριακή αστυνομία στο Αράντ, ενώ άνοιξε στην περιοχή του μια σχολή ποδοσφαίρου που της έδωσε το όνομά του.
Το 2008 παρασημοφορήθηκε από τη ρουμανική προεδρία για τον ρόλο του στην επική εκείνη νίκη της Στεάουα, και το 2010 αποδέχτηκε την τιμητική προεδρία του ποδοσφαιρικού συλλόγου FCSB (του νέου ονόματος της Στεάουα), θέση από την οποία παραιτήθηκε το 2020.
«Το να παίξω για τη Στεάουα ή για την εθνική ομάδα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μένα να δω άλλες χώρες», εκμυστηρεύτηκε το 2016 – μια ελευθερία που το καθεστώς αρνιόταν τότε στους πολίτες του. «Ημασταν αστέρια. Αλλά, αν συγκρίνουμε με τη σημερινή κατάσταση, ήμασταν αστέρια δίχως χρήματα», συμπλήρωσε.
Ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ «δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας, αλλά ένα σύμβολο του απίθανου που μεταμορφώθηκε σε πραγματικότητα», δήλωσε ο Ραζβάν Μπουρλεάνου, πρόεδρος της Ρουμανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου. Συγκινητικά είναι και όσα γράφτηκαν στη μνήμη του στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από απανταχού λάτρεις του ποδοσφαίρου, που τον θυμούνται με συγκίνηση.
«Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά στην ιστορία του ποδοσφαίρου», γράφει ένας φίλαθλος από τη Ρουμανία. «Είχε ήδη φτάσει στην κορυφή και αν δεν είχε προβλήματα με την υγεία του, πιθανότατα θα είχε αποκτηθεί από κάποιον μεγάλο σύλλογο αμέσως μετά την επανάσταση στη Ρουμανία, το 1989, και ίσως να κέρδιζε ακόμη περισσότερα τρόπαια».
Ο ιστότοπος Football Times έγραψε: «Ο Ντουκαντάμ δεν ένιωθε απογοήτευση για το θέμα υγείας του, το οποίο περιόρισε την καριέρα του, λέγοντας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Τα προβλήματα, όπως είχε πει, θα μπορούσαν να έχουν εμφανιστεί πριν από το παιχνίδι που τον έκανε θρύλο».
Το πιο εμφατικό σχόλιο, όμως, αυτό που σκιαγραφεί με τη μεγαλύτερη ακρίβεια το χνάρι που άφησε ο «ήρωας της Σεβίλλης» στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, γράφτηκε στο reddit, από έναν φίλαθλο από τη Βαρκελώνη: «Ηταν η πιο μαύρη νύχτα στην ιστορία της Μπαρτσελόνα, ακόμη χειρότερη και από όλες τις πρόσφατες ευρωπαϊκές ήττες της. Παίζοντας μέσα στη χώρα μας απέναντι σε μια ομάδα τότε άγνωστη και έχοντας μόλις πετύχει το απίστευτο, ανατρέποντας 3 γκολ προβάδισμα κόντρα στην Γκέτεμποργκ στα ημιτελικά… και όμως, όλο το ταλέντο των παικτών μας δεν ήταν αρκετό. Ηταν μια οδυνηρή νύχτα και, σε πολλούς Ισπανούς, το όνομα Ντουκαντάμ προκαλεί ακόμη πόνο»…

