Φαίνεται τελικά ότι και η Μπαρτσελόνα ήθελε τον… Γερμανό της. Στους «μπλαουγκράνα», για πρώτη φορά στη μετά Πεπ Γουαρδιόλα εποχή –παρά τη σχετική επιτυχία που παρουσίασε στον πάγκο της ο Τσάβι–, ο Γερμανός τεχνικός Χάνζι Φλικ δείχνει ικανός να δημιουργήσει ξανά μια πολύ μεγάλη ομάδα και δίνει πλέον στους «κουλές», τους οπαδούς δηλαδή της καταλανικής ομάδας, βάσιμες ελπίδες για επιστροφή στα μεγαλεία της εποχής Μέσι – Τσάβι – Ινιέστα κ.λπ.
«Με έναν πολλά υποσχόμενο πυρήνα νέων παικτών που αναδύεται, και πρώτο τον απίθανο Λαμίν Γιαμάλ, η χρονιά αυτή μπορεί να συνιστά την απαρχή μιας δυναστείας υπό τον Χάνζι Φλικ», σχολίαζαν οι «Τάιμς» της Νέας Υόρκης μερικές ώρες μετά την τέταρτη φορά στους τελευταίους πέντε αγώνες που η Μπάρτσα σκόραρε τουλάχιστον τέσσερα γκολ, στο εκτός έδρας 5-2 επί του Ερυθρού Αστέρα για το Champions League, την Τετάρτη.
Η επιλογή του Φλικ πριν από μερικούς μήνες ξάφνιασε αρκετούς εντός και εκτός Βαρκελώνης, όχι τόσο γιατί αμφισβητείται η αξία του 59χρονου προπονητή, αλλά διότι η καταλανική ομάδα προτιμούσε άλλες ποδοσφαιρικές σχολές συνήθως, όπως την ολλανδική, για την τεχνική της ηγεσία. Είχαν προηγηθεί μόνο οι Γερμανοί Χένες Βαϊσβάιλερ και Ούντο Λάτεκ.
Ως ποδοσφαιριστής ο γεννημένος στη Χαϊδελβέργη το 1965 τεχνικός έκανε μια μάλλον μέτρια καριέρα αγωνιζόμενος ως μέσος, παίζοντας μεταξύ άλλων σε Μπάγερν και Κολωνία, με μόνες διεθνείς εμπειρίες τις δύο συμμετοχές του στην εθνική παίδων της Δυτικής Γερμανίας το 1983.
Δεν είχε κλείσει παρά τα 28 του χρόνια όταν οι τραυματισμοί τον υποχρέωσαν να σταματήσει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, παίζοντας στην ερασιτεχνική Βικτόρια Μπάμενταλ, όπου έγινε και παίκτης – προπονητής από το 1996. Από την άκρη του πάγκου όμως η καριέρα του απογειώθηκε, αναλαμβάνοντας το 2000 τη Χόφενχαϊμ (που τότε βρισκόταν εκτός Μπουντεσλίγκα) και μαθητεύοντας στο πλευρό των Τζοβάνι Τραπατόνι και Λόταρ Ματέους στη Ρεντ Μπουλ Σάλτσμπουργκ, πριν αναλάβει πόστο βοηθού προπονητή το 2006 και έως το 2017 στην εθνική Γερμανίας. Ηταν έτσι στην προπονητική ομάδα που κατέκτησε με τη «Νάσιοναλμανσαφτ» το Μουντιάλ του 2014 στα γήπεδα της Βραζιλίας.
Το 2019 άνοιξαν οι μεγάλες πόρτες γι’ αυτόν με την πρόσληψή του στην Μπάγερν, με την οποία κατέκτησε όχι μόνο πρωτάθλημα, αλλά και Champions League την πρώτη χρονιά της πανδημίας, στο Final-8 που έγινε στην Πορτογαλία. Ακολούθησε ένα ανεπιτυχές πέρασμα από τον πάγκο της Γερμανίας (2021-23) και τον περασμένο Μάιο προσελήφθη από την ταλαιπωρημένη Μπαρτσελόνα.
Η πρόκληση ήταν (και παραμένει) μεγάλη και οι ευθύνες τεράστιες, ίσως εφάμιλλες μόνο με αυτές της εθνικής Γερμανίας για τον Φλικ. Δείχνει όμως έτοιμος να τις αντιμετωπίσει.
Ο Γερμανός απέφυγε ξεκάθαρα να διεκδικήσει περίοδο χάριτος, και οι στόχοι του μόνο χαμηλοί δεν φαίνονται, όπως θα μπορούσαν να είναι δεδομένης της πρώτης σεζόν του στη Βαρκελώνη: «Θεωρώ ότι η Μπαρτσελόνα είναι ικανή να κατακτήσει το Champions League», δήλωσε τον Σεπτέμβριο, για να προσθέσει: «Οι μεγάλοι σύλλογοι όπως η Μπαρτσελόνα θέλουν να κατακτούν όλους τους τίτλους, και το Champions League είναι η κορυφαία διοργάνωση στον κόσμο. Παίζουμε σε πολύ καλό επίπεδο και είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τους καλύτερους».
Τα αποτελέσματα φαίνονται ήδη στο γήπεδο. Εδώ και ένα μήνα η Μπαρτσελόνα είναι σαρωτική όπου παίζει, ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα είχε εμφανίσει κυρίως στην επιθετική της γραμμή. Πλέον σκοράρει ακατάπαυστα, με κορυφαία παραδείγματα τη συντριβή της πρώην ομάδας του Φλικ, Μπάγερν Μονάχου, με 4-1 στη Βαρκελώνη και το θριαμβευτικό πέρασμα με 4-0 (με όλα τα γκολ στο β΄ ημίχρονο) από το «Σαντιάγο Μπερναμπέου», την έδρα της Ρεάλ.
«Βλέπω μια ομάδα που παίζει ένα εντελώς νέο ποδόσφαιρο. Δεν έχω ξαναδεί ομάδα τόσο τέλεια», δήλωσε ο Σάβο Μιλόσεβιτς μετά το 5-2 στο Βελιγράδι.
Σε αυτό το «κλάσικο» μάλιστα έλαμψαν ταυτόχρονα όλα τα στοιχεία που φαίνεται να έχει χαρίσει στην Μπαρτσελόνα ο Γερμανός τεχνικός: Ενώ στην επίθεση γίνεται πολλή δουλειά για μακρινές μπαλιές ακριβείας και έμφαση στο προσωπικό ταλέντο παικτών όπως ο Γιαμάλ και ο Ραφίνια, στην άμυνα επιλέγεται η κίνηση της τελευταίας γραμμής σχετικά ψηλά, με στόχο το τεχνητό οφσάιντ. Δεν είναι τυχαίο ότι στο «Μπερναμπέου» ο πολύς Κιλιάν Εμπαπέ συνελήφθη οκτώ φορές εκτός θέσης και ακυρώθηκαν δύο γκολ του ως οφσάιντ.
Με αυτά τα δεδομένα, η Μπαρτσελόνα έφτασε πλέον τα 55 γκολ στα 16 της πρώτα ματς στη σεζόν, πράγμα που αποτελεί πρωτοφανή επίδοση για τους «μπλαουγκράνα». Εσπασε έτσι ένα ρεκόρ που κρατούσε τρία τέταρτα του αιώνα (με 54 γκολ στα 16 πρώτα ματς το 1950-51). Κι αυτό είναι και το πρόσθετο στοιχείο της ομάδας αυτής φέτος, ότι εκτός από τα αποτελέσματα, χαίρεσαι να τη βλέπεις ακόμη και ως ουδέτερος ή και ως αντίπαλος – αυτό δηλαδή που είχε επιτύχει η καταλανική ομάδα επί Μέσι και Γουαρδιόλα.
Το λέει και από την πλευρά του Ερυθρού Αστέρα ο βετεράνος Σάβο Μιλόσεβιτς. «Βλέπω μια ομάδα που παίζει ένα εντελώς νέο ποδόσφαιρο. Δεν μου αρέσει να λέω μοντέρνο, αλλά νέο ποδόσφαιρο. Δεν έχω ξαναδεί ομάδα τόσο τέλεια από τεχνικής και τακτικής άποψης, που να τρέχει τόσο πολύ και με τόση ένταση», περιέγραψε τη φετινή Μπαρτσελόνα ο Μιλόσεβιτς, για να προσθέσει: «Αυτή η Μπάρτσα μπορεί να καταλήξει ακόμη καλύτερη και από εκείνη του Γουαρδιόλα. Πραγματικά το πιστεύω, διότι η ομάδα αυτή διαθέτει κάτι επιπλέον, και αυτό είναι ότι τρέχει πολύ. Αυτή η Μπαρτσελόνα δεν θέλει απλώς να έχει την κατοχή της μπάλας για να την κρατά, αλλά αν της αφήσεις ένα κενό θα σε εξολοθρεύσει».
Δεν παρέλαβε βέβαια και… χάος από την προηγούμενη τεχνική ηγεσία ο Φλικ: «Δεν νομίζω ότι είναι ο Χάνζι Φλικ που άρχισε τη νέα εποχή στην Μπάρτσα», λέει ο Γάλλος προπονητής Τιερί Ανρί, ο οποίος ως παίκτης έχει περάσει και από την Μπαρτσελόνα για μια τριετία: «Ο Τσάβι την άρχισε και ο Φλικ συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε ο Τσάβι», εκτίμησε.
«Ο Τσάβι έδωσε το ντεμπούτο σε παίκτες όπως ο Κουμπαρσί και ο Γιαμάλ και δούλεψε με πολλούς από τους παίκτες που βρίσκονται στην ομάδα τώρα. Πιστεύω ότι πλέον, έχοντας παίξει δύο χρόνια μαζί και ύστερα από μια δύσκολη σεζόν πέρυσι, που τους βοήθησε να μάθουν και να ωριμάσουν ως χαρακτήρες, ιδιαίτερα οι νεότεροι παίκτες, ξέρουν τι να κάνουν», είπε την Τετάρτη ο εκλέκτορας της γαλλικής ολυμπιακής ομάδας, περιγράφοντας με τον δικό του τρόπο τι έχει στα χέρια του ο Φλικ.
Η ανάδειξη όμως στον μέγιστο βαθμό του ταλέντου αυτής της φουρνιάς –και είναι ακόμη πολύ νωρίς στη σεζόν– πρέπει να πιστωθεί στον προπονητή που κατά τον βετεράνο Αγγλο διεθνή Τζέιμι Κάραγκερ έφτασε στη Βαρκελώνη χωρίς να γνωρίζει και πολλά για τα κρατούντα στην Μπάρτσα.
Η ψυχολογία
Παίζει ρόλο βεβαίως και ο ψυχολογικός παράγοντας. Για παράδειγμα, στο 78ο λεπτό του αγώνα στο Βελιγράδι την Τετάρτη, έχοντας μόλις ολοκληρώσει και τις πέντε αλλαγές του, ο Φλικ πήγε και έκανε χειραψία σε όλους –έναν προς έναν– τους αναπληρωματικούς στον πάγκο που έκαναν το ταξίδι στο Βελιγράδι αλλά δεν θα έπαιζαν ούτε λεπτό, δείχνοντάς τους ότι τους υπολογίζει.
Σημειώνεται ότι λόγω του στυλ που προτιμά για τις ομάδες του, και μοιάζει με το περίφημο «τίκι-τάκα» του Πεπ Γουαρδιόλα καθώς δίνει έμφαση στο συνεχές πρέσινγκ και στο παιχνίδι κατοχής, ο γερμανικός Τύπος είχε αποκαλέσει το πρότυπο παιχνιδιού του Φλικ «φλίκι-φλάκα».
Ο ίδιος έχει κι ένα ακόμη στοιχείο που τον φέρνει στο ίδιο επίπεδο με τον λατρεμένο στη Βαρκελώνη Γουαρδιόλα: οι δυο τους είναι οι μόνοι προπονητές στην Ευρώπη που έχουν κατακτήσει έξι τίτλους στην ίδια σεζόν.

